Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν άρχισε η ελεύθερη πτώση της εθνικής ομάδας, χύθηκε μπόλικο μελάνι για τους λόγους που οδήγησαν στην αγωνιστική καθίζηση μόλις λίγους μήνες μετά τη θριαμβευτική πορεία στις 16 του Μουντιάλ της Βραζιλίας: από τη μη ανανέωση του συμβολαίου τού απόλυτα επιτυχημένου πορτογάλου κόουτς Φερνάντο Σάντος και την αντικατάστασή του με τον πολυδιαφημισμένο αλλά ανεπαρκή Ιταλό Κλάουντιο Ρανιέρι μέχρι την αποδόμηση ενός επιτυχημένου επιτελείου που βρισκόταν πίσω από την πρώτη ομάδα, με την απομάκρυνση του τεχνικού διευθυντή Τάκη Φύσσα, του άμεσου συνεργάτη τού Σάντος και επικεφαλής του στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης των εθνικών ομάδων Λεωνίδα Βόκολου, όπως επίσης και σύσσωμου του προπονητικού τιμ των τελευταίων ετών.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ. Τα σημάδια διάλυσης άρχισαν να φαίνονται από την πρώτη κιόλας αποστολή στο εντός έδρας ματς με τη Ρουμανία για την προκριματική φάση του Euro 2016, όταν η Γαλανόλευκη του Ρανιέρι και των συν αυτώ και του πρώην προέδρου Γιώργου Σαρρή και των παρατρεχάμενών του έδωσε μεμιάς την αίσθηση ότι η Εθνική άρχισε να μετατρέπεται σε κέντρο διερχομένων και σε μια ομάδα εξυπηρέτησης συμφερόντων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αποφάσεις που πάρθηκαν από τη διοίκηση της Ομοσπονδίας υπήρξαν καταδικαστικές για τη μετέπειτα πτωτική πορεία μιας ομάδας που επί μια δωδεκαετία βρισκόταν στον αφρό του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της ελληνικής εθνικής ομάδας, εκτός των άλλων, υπήρξε και βαθύτατα αγωνιστικό.
Η αποχώρηση από το ποδόσφαιρο του ρέκορντμαν συμμετοχών και φυσικού ηγέτη της ομάδας Γιώργου Καραγκούνη και ο παροπλισμός του συνοδοιπόρου του από τη θρυλική αρμάδα του 2004 Κώστα Κατσουράνη δημιούργησαν στη Γαλανόλευκη ένα τεράστιο κενό σε ποδοσφαιρική ποιότητα αλλά και προσωπικότητα, το οποίο ουδείς εκ των παικτών που κλήθηκαν να τους αντικαταστήσουν μπόρεσε να καλύψει στο ελάχιστο.

Ο Γιάννης Μανιάτης, ο Παναγιώτης Ταχτσίδης, ο Ανδρέας Σάμαρης, ο Παναγιώτης Κονέ, ο Πέτρος Μάνταλος και όσοι ακόμη χρησιμοποιήθηκαν τους τελευταίους μήνες στον κεντρικό άξονα αντί των Διόσκουρων «Κάρα» και «Κατσούρ» υπήρξαν κατώτεροι των περιστάσεων και των προσδοκιών.

Μολονότι οι περισσότεροι έχουν παραστάσεις και από το εξωτερικό, καθώς αγωνίζονται σε πρωταθλήματα εκτός συνόρων, δεν διαθέτουν ανάλογο ποδοσφαιρικό πλουραλισμό (με ισορροπία σε ανασταλτικό και δημιουργικό παιχνίδι), πολύ δε περισσότερο δεν έχουν την ισχυρή προσωπικότητα δύο εκ των πιο επιτυχημένων χαφ στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, που όχι μόνο ενέπνεαν τους συμπαίκτες τους αλλά ασκούσαν και μεγάλη επιρροή στα αποδυτήρια. Ρόλο που δεν κατάφεραν να επωμιστούν οι επόμενοι αρχηγοί Βασίλης Τοροσίδης και Σωκράτης Παπασταθόπουλος.

ΧΩΡΙΣ ΗΓΕΤΗ. Η παραδοχή του Sokratis, του κορυφαίου έλληνα ποδοσφαιριστή τούτη την εποχή, ότι «δεν βγαίνει κάθε μέρα ένας Καραγκούνης κι ένας Κατσουράνης», όπως είπε χαρακτηριστικά αμέσως μετά το δεύτερο στραπάτσο από τα Νησιά Φερόες, καταδεικνύει το μέγεθος ενός προβλήματος που δύσκολα θα λυθεί δεδομένης της γενικότερης ένδειας που υπάρχει στο ελληνικό ποδόσφαιρο στις θέσεις των αμυντικών και των δημιουργικών μέσων.