Τη Δευτέρα που μας έρχεται, 15 Ιουνίου, συμπληρώνονται 70 χρόνια από την αυτοκτονία του Αρη Βελουχιώτη. Στη χαράδρα του Φάγγου στη Μεσούντα, στα όρια των νομών Αρτας, Καρδίτσας και Τρικάλων, έδωσε τέλος στη ζωή του αμέσως μετά την τελευταία –νικηφόρα, σύμφωνα με τους συντρόφους του –μάχη του.
Φιγούρα μυθική της Εθνικής Αντίστασης, που παραπέμπει στη συλλογική μνήμη όχι μόνο σε κομμουνιστές αντάρτες αλλά και σε μορφές οπλαρχηγών του 1821 (η οικογένειά του είχε πολεμήσει στην Επανάσταση, ενώ σε αυτή παρέπεμπε και το λοξό φισεκλίκι στο στήθος), ο Βελουχιώτης (ή Θανάσης Κλάρας, όπως ήταν το πραγματικό του ονοματεπώνυμο) με τη ζωή και τον θάνατό του –ακόμη και με τη μεταθανάτια βεβήλωσή του –αυτονομήθηκε με έναν τρόπο από κομματικές ταυτότητες (άλλωστε το ΚΚΕ τον αποκατέστησε πολιτικά και όχι κομματικά μόλις πριν από 4 χρόνια) και έγινε σύμβολο της επανάστασης με τον ίδιο τρόπο που έγινε λ.χ. ο Τσε.
Για τις ακριβείς διαστάσεις αυτού του μύθου μάς μιλούν ειδικοί στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής Αριστεράς, πριν όμως αξίζει να ξαναζήσουμε τις συνθήκες του θανάτου του με την πένα του αδελφού του, του Μπάμπη Κλάρα. Ο Μπάμπης Κλάρας, δημοσιογράφος και συγγραφέας, διευθυντής της «Βραδυνής» που επί δικτατορίας αναδείχθηκε σε τολμηρή αντιδικτατορική φωνή, ήταν ο αγαπημένος αδελφός του Αρη.

Το βιβλίο του «Ο αδερφός μου ο Αρης», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1983 από τις εκδόσεις Δωρικός αλλά γρήγορα εξαφανίστηκε, για περίπου είκοσι χρόνια, από τα ράφια των βιβλιοπωλείων, κυκλοφόρησε ξανά αυτές τις μέρες σε μια φροντισμένη έκδοση από τις εκδόσεις ΚΨΜ με την άδεια της κόρης του συγγραφέα Μαρίας – Ρόζας Κλάρα. Μαζί βγήκαν και τα άλλα δύο βιβλία που συγκροτούν την πεζογραφική τριλογία του συγγραφέα, «Το παραμύθι ενός λαού που δεν είναι παραμύθι» και «Η περιπέτεια ενός ανθρώπου του 20ού αιώνα».

Γράφει λοιπόν ο Μπάμπης Κλάρας ότι μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, όταν διάβασε πραγματικά όλο το κείμενο της Συμφωνίας που είχε και αυτός συνυπογράψει, αποφάσισε, παρά τις εντολές του κόμματος, να επιστρέψει στη Ρούμελη με σκοπό να συνεχίσει τον αγώνα.

Το κόμμα τού πρότεινε να φύγει στο εξωτερικό, εκείνος δεν δεχόταν παρά μόνο αν του έδιναν πιστοποιητικό ότι δεν φεύγει ως πρόσφυγας αλλά ως αγωνιστής που θέλει να εκθέσει σε παλαίμαχους αγωνιστές του διεθνούς κινήματος τις διαφορές απόψεων που είχε με την ηγεσία.

Του υποσχέθηκαν ότι θα του το δώσουν. Του είπαν να πάει στα Γιάννινα και όταν πήγε εκεί του είπαν ότι το πιστοποιητικό το έχει ο Τζήμας στην Αλβανία. Κατάλαβε ότι τέτοιο πιστοποιητικό δεν υπήρχε. Στο μεταξύ τον είχαν ακολουθήσει κάπου εκατό άντρες σε αυτή την περιπλάνηση, είχαν δώσει στόχο και υποχρεώθηκαν σε μάχη στην Κρύα Βρύση με δυνάμεις της Εθνοφυλακής. Οπότε πήραν ξανά τον δρόμο της επιστροφής, απομονωμένοι από το κόμμα και κυνηγημένοι από την Εθνοφυλακή.

«Η επανέκδοση των τριών βιβλίων είναι κίνηση εύστοχη κι ευαίσθητη της οικογένειας και των εκδόσεων ΚΨΜ, ιδιαίτερα το βιβλίο με τίτλο «Ο αδελφός μου ο Αρης» επικαιροποιεί σε κρίσιμες εποχές όπως αυτές που ζούμε τον άνθρωπο που ενσάρκωσε όσο κανείς άλλος το μεγαλείο της Αντίστασης, αλλά και που, ας μη το ξεχνάμε, χρεώθηκε στις μέρες της πολλά από τα λάθη της» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο» η διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών Ιωάννα Παπαθανασίου. Και συνεχίζει, φιλοτεχνώντας το πορτρέτο του Αρη από την πλευρά του ιστορικού:

«Ο πολυτραγουδισμένος πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ κάνοντας “πόλεμο μ’ αντάρτες παλικάρια” έγινε μέσα στα τρία χρόνια, τα πιο πυκνά ίσως χρόνια της σύγχρονης Ιστορίας μας, σύμβολο που συγκέντρωσε στο πρόσωπό του όλα τα υπερθετικά κι αρνητικά πρόσημα. Μέσα κι έξω από το πεδίο της μάχης έγινε πρωταγωνιστής στα αντιθετικά δίπολα που χαρακτηρίζουν τους μύθους: ατρόμητος αγωνιστής κι αδίστακτος σφαγέας, ορμητικός εκδικητής κι έκφυλος πότης, υποδειγματικός αρχηγός και άτακτος κατσαπλιάς, θεός και δαίμονας. Πέρα από τον μύθο ο Αρης ήταν προφανώς μια ανήσυχη και πολυσήμαντη προσωπικότητα.

Ενα μεσαίο στέλεχος της κομμουνιστικής Νεολαίας και στη συνέχεια του μεσοπολεμικού ΚΚΕ, με μακροχρόνια θητεία στις εξορίες και φυλακές, η οποία λειτουργούσε αντισταθμιστικά στις κομματικές επιφυλάξεις για την αστική του καταγωγή και τον παρορμητικό χαρακτήρα του.

Ενθουσιώδης και ριψοκίνδυνος βγήκε στο βουνό με κομματική εντολή οριστικά, τον Μάιο του 1942, οργανωτής στο προσκλητήριο του ΕΑΜ για την ένοπλη αντίσταση. Εκεί αναδείχτηκε ο ηγέτης με τ’ όνομα του ολύμπιου θεού και παρανόμι απ’ το Βελούχι, την κορφή του Τυμφρηστού στην καρδιά της Ρούμελης.

Η γλώσσα του φιλότιμου

Ορμητικός, κατάφερε να κινητοποιήσει την αγροτική ορεινή και ημιορεινή ενδοχώρα γιατί γνώριζε να μιλά στους κώδικες των κατοίκων της, τη γλώσσα του φιλότιμου και της λεβεντιάς. Ακόμη και φυγόδικους ληστές ενέταξε στο εγχείρημα του ΕΛΑΣ, τους ενσωμάτωσε ή τους εξόντωσε. Αποφασιστικός, οικειοποιήθηκε τον τίτλο του ταγματάρχη του ελληνικού Στρατού κι οργάνωσε με τον ΕΔΕΣ και βρετανούς σαμποτέρ την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Ευρώπη, την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, τον Νοέμβριο του 1942. Δραστήριος και διορατικός, ευέξαπτος, αυστηρός, συχνά βίαιος κι άλλοτε ευαίσθητος, όπως τον περιγράφουν οι μαρτυρίες, αντιμετώπισε με επιφύλαξη από την αρχή την αγγλική πολιτική, δεν άργησε να έρθει σε σύγκρουση με τον ΕΔΕΣ του Ζέρβα και τις άλλες ένοπλες ομάδες στην περιφέρεια της επικράτειας του ΕΛΑΣ, στην ελεύθερη Ελλάδα.

Ο καπετάνιος της ηρωικής τριανδίας του ΕΛΑΣ, που την συμπλήρωναν ο στρατηγός Σαράφης κι ο Αντρέας Τζήμας (Βασίλης Σαμαρινιώτης) στον ρόλο του στρατιωτικού ηγέτη και του πολιτικού καθοδηγητή, αντίστοιχα, πέρασε στην Πελοπόννησο στις παραμονές της απελευθέρωσης της χώρας σε μάχες σκληρές με τα Τάγματα Ασφαλείας και τους δωσίλογους, αλλά υπήρξε και ισότιμος συνομιλητής του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, αντιπροέδρου της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας που δημιουργήθηκε στον Λίβανο. Κομμουνιστής αφιερωμένος στον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας και την κοινωνική επανάσταση, κατέθεσε στον λόγο του την ημέρα της απελευθέρωσης στη Λαμία, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το νόημα του τρίχρονου αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και το περιεχόμενο της λαϊκής κυριαρχίας που θα προέκυπτε με δημοκρατικές διαδικασίες, ολοκληρώνοντας τον Αγώνα του 1821.

Η τραγική κατάληξη

Ο διπλός φανοστάτης στην πλατεία των Τρικάλων με τα κρεμασμένα κεφάλια του Αρη και του Τζαβέλλα υπογράμμισε το τέλος μιας αντίστροφης μέτρησης που ξεκίνησε, τυπικά τουλάχιστον, μετά την απελευθέρωση. Ηταν η τραγική κατάληξη της τελευταίας μάχης του Αρη, αυτή τη φορά εναντίον όλων και κυρίως εναντίον του εαυτού του.

Διαγραμμένος από το κόμμα στο οποίο έταξε εαυτόν από τον Απρίλιο του 1945, σε κλοιό ανάμεσα στους άτακτους του Βόιδαρου και σε απόσπασμα του Στρατού, στη Μεσούντα, έδωσε τέλος στη ζωή του πριν ο έμπιστος Τζαβέλλας τραβήξει την περόνη της χειροβομβίδας, αφήνοντας περιθώρια στους τελευταίους μαυροσκούφηδες να διασωθούν προς το φαράγγι.

Η διαφωνία του με την πολιτική της κομματικής ηγεσίας, η αντίθεσή του με τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ που ακολούθησε τη Συμφωνία της Βάρκιζας, η ανυπακοή στα κομματικά κελεύσματα, η απομόνωση και η περιπλάνησή του σε αναμονή της δικαίωσης της θέσης του από τον Ν. Ζαχαριάδη τον οδήγησαν στο τέλος.

Δεν πρόφτασε έτσι να ενημερωθεί για την καταγγελία «ούτε νερό στον αποστάτη Κλάρα» που του επεφύλασσε ο γραμματέας του ΚΚΕ διά του «Ριζοσπάστη», πολύ περισσότερο δεν έζησε για να ακούσει τις θέσεις του – αλλά όχι το όνομά του – να δικαιώνονται διά στόματος Ν. Ζαχαριάδη μετά τον Εμφύλιο», καταλήγει η Ιωάννα Παπαθανασίου.

Η αυτοκτονία

«Στήριξε την κάννη κάτω από το σαγόνι»

Σύμφωνα με την αφήγηση του Μπάμπη Κλάρα: «Οταν βρέθηκε κυκλωμένος από τα αποσπάσματα, έδωσε τη στερνή του μάχη. Την κέρδισε. Εσπασε τον κλοιό σε δυο μεριές. Πέρασαν κατά το Βοριά καμιά εβδομηνταριά άντρες με τον Πελοπίδα. Πέρασε κι αυτός τον Αχελώο. Κόπασε το τουφεκίδι. Ολοι είχαν γλιτώσει. (…). Ο δρόμος για τη Ρούμελη είχε ανοίξει. Τον ακολούθησαν κατόπι ο Θάνος, ο Εκτορας κι ο Λέων. Γύρισαν κι αυτοί στον τόπο τους. Ο πρώτος πέθανε στη φυλακή. Οι άλλοι δυο επιζήσανε. Το τέλος του Αρη είχε φτάσει. Αναμέρισε λίγο από τους συντρόφους του, στήριξε την κάννη του περιστρόφου του κάτω από το σαγόνι και τράβηξε τη σκαντάλη. Ο κρότος, όσο κι αν τον περίμεναν κάποτε, τους ξάφνιασε. Ξεφωνίζει ο Τζαβέλλας:

– Ο Αρχηγός! Προχωρεί και βλέπει μια μικρή λωρίδα αίμα να κυλάει από το κεφάλι προς τον κρόταφο. Η πνοή του είχε κιόλας βγει. Τραβάει κι ο Τζαβέλλας τα γένια του και φωνάζει: – Δε μας μένει άλλο παρά να τον ακολουθήσουμε… Οι άλλοι έχουν, δικαιολογημένα, τις αντιρρήσεις τους. Γιατί να πεθάνουν, αφού γλίτωσαν από το θάνατο;

– Καθένας για τον εαυτό του, αμολάει σαν βρισιά ο Τζαβέλλας. Βγάζει από τη ζώνη μια χειροβομβίδα Μιλς που έσερνε μαζί του, προχωρεί κατά κει που κείτονταν ο Αρχηγός, την ακουμπάει στα στήθια του και τραβάει με τα δόντια τον κρίκο της. Μένει κι αυτός στον τόπο, δίπλα στο νεκρό Αρχηγό…

(…) Πλάκωσαν σε λίγο στον τόπο της τραγωδίας οι Βοϊδαρέοι. Τρίβαν τα μάτια τους. (…) Το μόνο που σκέφτηκαν ήταν να πάρουν τα κεφάλια του Αρη και του Τζαβέλλα – θα εισπράττανε και την επικήρυξή τους. Δίσταζαν να τα κόψουν οι ίδιοι. Ανακάλυψαν, στη λούφα του, τον Δράκο.

Τον παλιό ληστοφυγόδικο. Τον πρόσταξαν να τα κόψει αυτός. Δίστασε κι εκείνος. Θα σε λιανίσουμε, του λένε, και του κόβουν το ένα αυτί. Κιοτεύει κι αυτός. Τραβάει το παλιό του μαχαίρι και κόβει τα κεφάλια. Οπως έκανε κι όταν έσφαζε, παλιά, τα κλεψιμέικα αρνιά. Του φορτώνουν τον τουρβά μ’ αυτά, αφήνουν τα κορμιά να τα φάνε τα κοράκια, και ίσια, δρόμο για τα Τρίκαλα, να στήσουν το τρόπαιό τους (…)».

INFO

Η πεζογραφική τριλογία του Μπάμπη Κλάρα παρουσιάζεται τη Δευτέρα 15 Ιουνίου στις 20.00 στο Polis Art Cafe (Πεζμαζόγλου 5, Στοά Βιβλίου). Μιλούν οι Ιωάννα Παπαθανασίου, Προκόπης Παπαστράτης, Φοίβος Οικονομίδης, Αντα Κατσίκη – Γκίβαλου. Συντονίζει ο Ηλίας Νικολακόπουλος.