Αν ο δρόμος ή μάλλον οι δρόμοι δεν είναι ενδεικτικοί για το τι καταλαβαίνει ο καθένας μας σε σχέση με όσα συμβαίνουν ανά πάσα στιγμή στον κόσμο ολόκληρο και μας αφορούν άμεσα, τότε τα μόνα κοινωνικά εκπαιδευτήρια που μας έχουν απομείνει είναι η τηλεόραση και το Διαδίκτυο. Δηλαδή η συγκάλυψη, η υπερβολή, η ανακρίβεια, το ψέμα.

Θα εκπλησσόταν η περίπου εικοσάχρονη κοπέλα που, ανάλαφρα ντυμένη, με το ένα της χέρι κρατούσε μια υπερμεγέθη σακούλα με ψώνια και με το άλλο προσπαθούσε να ηρεμήσει τον ατίθασο, αν και δεμένο, σκύλο της σε περίπτωση που της εξηγούσε κανείς ότι το θέαμα που παρουσίαζε ήταν το λιγότερο αντιπαθητικό. Ετσι καθώς συμπληρωνόταν με μία ακόμη λεπτομέρεια: το σφηνωμένο ανάμεσα στον ώμο της και στο αφτί της κινητό, ενώ σε απόσταση ακόμη και πέντε – έξι μέτρων θα την άκουγες πεντακάθαρα να λέει: «Καλά, βρε μαλάκα, εγώ αν και κοιμήθηκα στις τέσσερις τα ξημερώματα ξύπνησα στις οκτώ και έκανα ανάρτηση στο facebook κι εσύ δεν τα έχεις διαβάσει ακόμη;».

Ο «μαλάκας» φαίνεται πως ήταν πραγματικά μαλάκας, αφού καμιά αλλαγή στον τόνο της φωνής της νεαρής δεν έδειχνε ότι είχε την πρόθεση να τη συμμαζέψει. Αντίθετα δεχόταν ότι θα έπρεπε να είχε ξυπνήσει προκειμένου να ενημερωθεί σε κάτι που επρόκειτο αναμφισβήτητα για καπρίτσιο ή ιδιοτροπία. Το πρόβλημα –αν υπάρχει πρόβλημα –δεν έγκειται στην ποιότητα της στιχομυθίας, έστω κι αν ακουγόταν ως μονόλογος, αφού ό,τι έλεγε ο συνομιλητής θα μπορούσε μόνο να το υποθέσει κανείς. Το πρόβλημα, αν υπάρχει πρόβλημα, είναι ότι παγκοσμίως –μακάρι να αφορούσε μόνο την οδό Μεθώνης στα Εξάρχεια, όπου εξελισσόταν η συγκεκριμένη σκηνή –έχουμε φθάσει σε ένα πλήρες αδιέξοδο που δεν είναι πολιτικό και κοινωνικό, ούτε οικονομικό, είναι κυρίως ηθικό, υπαρξιακό.

Ενας άνθρωπος με τη δυνατότητα να ψωνίζει, ταυτόχρονα μεσημεριάτικα να φέρνει βόλτες με τον σκύλο του και με ένα κινητό στο αφτί να θεωρεί πως οι άλλοι δεν υπάρχουν παρά για να ακούνε τις ανοησίες του είναι μια υπόθεση τελειωμένη οριστικά. Αισθάνεται πως κάθε ουσιαστική εξέλιξη που θα μπορούσε να υπάρξει τού είναι αχρείαστη. Το πολύ πολύ να θέλει να βελτιώσει αυτά που ήδη διαφεντεύει στον δρόμο.

Τον πολιτισμό τον εγκαθιστούμε με τη συμπεριφορά μας μέσα στα λίγα τετραγωνικά στα οποία εκ των πραγμάτων κινούμαστε. Δεν τον επικοινωνούμε χάρις στις παραστάσεις που παρακολουθούμε στην Επίδαυρο ή με τον εκστασιασμό που αισθανόμαστε στα Μουσεία των Δελφών και της Ολυμπίας. Ο τρόπος που συνομιλούμε με τους γύρω μας αποκαλύπτει ποιοι πραγματικά είμαστε, ενώ η άγνοιά μας, ακόμη και για κολοσσιαία γεγονότα της τέχνης, μπορεί να μη μας χαρακτηρίζει αρνητικά. Ενδέχεται να έχουμε «καταβροχθίσει» χιλιάδες αντίστοιχα έργα και να έχουμε παραμείνει άξεστοι, ανίκανοι να προσφέρουμε την οποιαδήποτε παρηγοριά στους άλλους.

Υπάρχει στη σκηνή που περιγράψαμε κάτι ακόμη πιο εντυπωσιακό. Ενας άνθρωπος που μιλάει στο κινητό, θεωρώντας τους άλλους –έστω τους τυχαίους περαστικούς –πρόθυμο ακροατήριο για όσα ακούγεται να εκφωνεί κοστολογεί συνήθως αυτά που λέει ως κάτι πολύ σημαντικό. Κατά βάθος μάλιστα μπορεί να θεωρεί ως μεγάλη αδικία αν δεν έχει ως ακροατήριό του ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και το Διαδίκτυο του προσφέρει αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα, να φιλοδοξεί να ακουστεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μόνο που χρειάζεται για να το κατορθώσει να γίνεται όλο και πιο αναιδής, προκλητικός και χυδαίος.

Με την προοπτική ενός δρόμου και εκφράζουμε τον χειρότερο εαυτό μας, πόσω μάλλον να θέλουμε να αφήσουμε κατάπληκτη την οικουμένη.