Την ημέρα που συνεδρίαζε το άτυπο Πολιτικό Συμβούλιο της Νέας Δημοκρατίας, στη Βουλή ξεκινούσαν οι εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής για το Μνημόνιο. Ναι, αυτής της μιας και μόνης Εξεταστικής που είχε υποσχεθεί κάποτε ο Αντώνης Σαμαράς και η οποία θα έριχνε φως στις συνθήκες υπαγωγής της χώρας στη διεθνή εποπτεία. Φυσικά η υπόσχεση ξεχάστηκε. Στη διαδρομή χάθηκαν τα Ζάππεια, η επαναδιαπραγμάτευση και η κατάργηση του φόρου ακινήτων.

Η Νέα Δημοκρατία είναι το μόνο ευρωπαϊκό κεντροδεξιό κόμμα στις χώρες που χτυπήθηκαν από την κρίση, το οποίο εξέπεμψε τόσο αντιφατικά μηνύματα. Για τη στάση αυτή πλήρωσε βαρύ τίμημα: διασπάστηκε, κατέγραψε το χαμηλότερο εκλογικό της ποσοστό τον Μάιο του 2012 και προκάλεσε σύγχυση στην κομματική της βάση. Διαπαιδαγώγησε με αντιμνημονιακή και συχνά αντιευρωπαϊκή ρητορική το συντηρητικό ακροατήριο, ανοίγοντας με γραμμικό τρόπο την πόρτα της εξουσίας στον Αλέξη Τσίπρα.

Πέντε χρόνια, τέσσερις κυβερνήσεις και δύο Μνημόνια αργότερα, η Νέα Δημοκρατία βιώνει ένα πολιτικό déjà vu –ελληνιστί, το έχουμε ξαναδεί το έργο. Τι στάση πρέπει να κρατήσει το κόμμα ενόψει μιας ενδεχόμενης συμφωνίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους πιστωτές;

Στη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου ο Σαμαράς μίλησε λίγο. Ο Μητσοτάκης στήριξε την άποψη ότι σε μια χώρα όπου η οικονομία καταρρέει, μια μέτρια συμφωνία είναι καλύτερη από τη μη συμφωνία. Ο Βορίδης αντέτεινε ότι το περιεχόμενό της δεν μπορεί να είναι πολιτικά ουδέτερο, άρα η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να τοποθετηθεί a priori χωρίς να τη γνωρίζει. Μία ημέρα πριν, ο ίδιος ο Σαμαράς από το βήμα του ΣΕΒ έδειξε να χτίζει μια ρητορική απόρριψης. Γιατί να δεχτεί η Νέα Δημοκρατία μια συμφωνία αύξησης φόρων όταν διαφαίνονται όροι χειρότεροι από το e-mail Χαρδούβελη, απόρροια των κυβερνητικών χειρισμών;

Ακούγεται λογικό. Είναι όμως μια στρατηγική που ενέχει υψηλό πολιτικό ρίσκο. Πρώτον, διότι η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να εξηγήσει στα ευρωπαϊκά συντηρητικά κόμματα, που πιθανότατα θα δίνουν μάχη για να στηρίξουν στη χώρα τους τη συμφωνία, γιατί την καταψηφίζει. Αυτός είναι, βέβαια, ένας σκόπελος που τον ξεπέρασε όταν ψήφισε «όχι» στο Μνημόνιο το 2010. Δεύτερον, διότι θα πρέπει να αναλύσει στα μεσοαστικά στρώματα, εκεί όπου βρίσκεται ο πυρήνας του ακροατηρίου της, τους λόγους που απορρίπτει έναν συμβιβασμό την ώρα που οι ίδιοι οι ψηφοφόροι τον ζητούν επιτακτικά από τον Τσίπρα. Και τρίτον, διότι ανεξάρτητα από το τι θα πράξει η Νέα Δημοκρατία, τα φώτα είναι πια στραμμένα στον ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, είναι ο κυβερνητικός συνασπισμός που θα χάσει τη δεδηλωμένη στη Βουλή αν η συμφωνία δεν υπερψηφιστεί από τους κυβερνητικούς βουλευτές. Το τι θα πράξει η αξιωματική αντιπολίτευση είναι, σε αυτή τη συγκυρία, ζήτημα δευτερεύουσας πολιτικής σημασίας.

Η διαδρομή της τελευταίας πενταετίας μάς δίδαξε ότι κάθε σταθμός συμφωνίας με τους δανειστές διαμορφώνει με νέους όρους το πολιτικό περιβάλλον. Αυτή τη στιγμή, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που κρατά τον μουντζούρη του πολιτικού κόστους της συμφωνίας στο χέρι. Αλλά είναι η Νέα Δημοκρατία που μοιάζει εγκλωβισμένη στους τακτικισμούς της. Που μέχρι στιγμής, δεν είναι βέβαιο ότι της βγήκαν.