Οι δύο συγκεντρώσεις που διοργανώθηκαν εναντίον της κυβερνητικής αντιμεταρρύθμισης στην Παιδεία ήταν οι πρώτες δύο κατ’ ουσίαν αντικυβερνητικές συγκεντρώσεις που διεκδίκησαν (και κατά πολλούς έλαβαν) μαζικό χαρακτήρα. Είχαν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Φερ’ ειπείν, οι εκδηλώσεις προέκυψαν από τους ίδιους τους καθηγητές, από προσωπικότητες όλων των βαθμίδων της Παιδείας που ένιωσαν ότι ένας αγώνας δεκαετιών κινδυνεύει να πάει χαμένος. Τα κόμματα και ορισμένοι μεμονωμένοι πολιτικοί μπήκαν εκ των υστέρων στο παιχνίδι της στήριξης της εκδήλωσης –αλλά φαντάζομαι ότι κάτι τέτοιο δεν απαγορεύεται.

Και όμως, οι δύο συγκεντρώσεις αντιμετωπίστηκαν με ειρωνεία. Μέρος της ειρωνείας είχε να κάνει με τον όγκο των διαδηλώσεων –τις θεώρησαν μικρές. Ενα άλλο μέρος επεσήμαινε την ευπρέπειά τους –η κουλτούρα της διαδήλωσης στην Ελλάδα απαιτεί να κλείνεις δρόμους και, γενικώς, έστω σε συμβολικό επίπεδο, να επιδεικνύεις ισχύ, διαμαρτυρία χωρίς συμβολισμό ισχύος είναι αδιανόητη. Ολοι επισήμαναν ότι και στις δύο συγκεντρώσεις συμμετείχαν στελέχη της ΝΔ που δεν είχαν δείξει σπουδή όταν ο νόμος Διαμαντοπούλου «ψαλιδίστηκε» στη διάρκεια της πρωθυπουργίας Σαμαρά, κάποιοι μάλιστα ισχυρίστηκαν ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα «καπέλωσαν» τις εκδηλώσεις.

Είμαι οπαδός της ειρωνείας, με διασκεδάζει η υπερβολή της, ακόμη και αν στρέφεται εναντίον μου. Αν έχεις ιδεολογικούς αντιπάλους και δεν σε ειρωνεύονται πρέπει να το δεις, χωρίς την ειρωνεία δεν υπάρχεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η ειρωνεία που στρέφεται εναντίον των κινητοποιήσεων για τον εκσυγχρονισμό της Παιδείας επί της ουσίας επιβεβαιώνει ότι η διαμαρτυρία έχει και βάση και κοινωνικά ερείσματα και ρεαλιστικούς στόχους και δυνάμει συμμάχους στην κοινωνία.

Η παραδοχή του υπουργού Παιδείας Αριστείδη Μπαλτά ότι η ενοχοποίηση εκ μέρους του της αριστείας ήταν παραδρομή και υπερβολή αποτελεί μια πρώτη συμβολική ήττα της χρεοκοπημένης αντίληψης που η κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει. Οσες φαντασιώσεις κι αν διακινήσει κανείς, η πραγματικότητα είναι ιδιαιτέρως εκδικητική.