Ως κοινωνικό φαινόμενο η μετανάστευση εκδηλώνεται εδώ και χιλιετηρίδες χωρίς εξαίρεση μεταξύ των λαών της Γης. Μαζικές ή μεμονωμένες, οι μετακινήσεις με σκοπό την εγκατάσταση σε ξένο τόπο έχουν κοινό παρανομαστή την επιθυμία ενός καλύτερου μέλλοντος, είτε επειδή ο προορισμός μοιάζει να το ευνοεί είτε επειδή η αφετηρία φαίνεται να το καταδικάζει. Στη χώρα μας, η επιθυμία αυτή, πάντα πιο φλογερή στην ψυχή των νέων, έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε, τόσο επειδή η ελληνική πραγματικότητα αποκαλύπτει συνεχώς απογοητευτικούς οιωνούς όσο και επειδή το «εξωτερικό» έχει ταυτιστεί στη συλλογική συνείδηση με τη γη Χαναάν, όπου παρέχονται ευκαιρίες εξέλιξης και σταδιοδρομίας σε κάθε πρόθυμο να εργαστεί.

Ως μαθητής της Β’ Λυκείου, θα κληθώ κι εγώ σύντομα να διαγράψω τη δική μου ακαδημαϊκή και κατόπιν επαγγελματική πορεία. Ερχομαι λοιπόν αντιμέτωπος με το εξής δίλημμα: να ακολουθήσω το παράδειγμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων της γενιάς μου και να αναζητήσω καλύτερη τύχη με ευμενέστερες συνθήκες στο εξωτερικό ή να παραμείνω στο δυναμικό της χώρας, που αν και αφιλόξενη για τα όνειρα και τις προοπτικές μου, δεν παύει να είναι πατρίδα μου;

Στο σημείο αυτό οφείλω να πω ότι ως παιδί μεταναστών με υποτυπώδη πολωνική παιδεία, αλλά ελληνική κουλτούρα και συνείδηση, είμαι σε θέση να κρίνω την εμπειρία της μετανάστευσης όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και μέσα από οικογενειακά βιώματα. Αναγνωρίζω έτσι τα κίνητρα των γονιών μου, οι οποίοι προτίμησαν ως καταφύγιο την Ελλάδα σε περιόδους ακμής, και τους ευγνωμονώ για την αξιοπρεπέστατη ζωή που μου εξασφάλισαν μεταναστεύοντας. Εκμεταλλευόμενος ευκαιρίες για ανώτερη μόρφωση που εκείνοι δεν είχαν, μου φαίνεται αρκετά γοητευτική η ιδέα να εγκατασταθώ σε μία ξένη χώρα που θα καταξιώνει τα προσόντα μου, θα μου παρέχει ένα καλό βιοτικό επίπεδο και μια θέση στην αγορά εργασίας χωρίς υπερπροσπάθεια και θα ευνοεί την εξέλιξή μου μέσα από ένα οργανωμένο κράτος δικαίου και πρόνοιας. Ανεπτυγμένες πολιτείες και εύρωστες οικονομίες όπως η γερμανική, η αγγλική ή η αμερικανική δεν παραγκωνίζουν, αλλά δίνουν ώθηση στους προικισμένους νέους και έτσι προσφέρουν κίνητρα για δημιουργική και παραγωγική εργασία με υψηλές απολαβές. Αλλά και οι αντίστοιχες κοινωνίες που αποτελούν το υπόστρωμα μιας ευημερούσας πολιτείας είναι ελκυστικές, αφού χαρακτηρίζονται συχνά ως «προοδευτικές», απαλλαγμένες από στερεότυπα και συντηρητισμούς που φαίνεται να ισχύουν ακόμα στην Ελλάδα και προσκρούουν στις ανάγκες και τις επιθυμίες της νέας γενιάς· κοινωνίες με κοσμοπολίτικη νοοτροπία, που δεν εχθρεύονται αλλά εκτιμούν την διαφορετικότητα ως προϋπόθεση της γόνιμης αλληλεπίδρασης και δίνουν περιθώρια ελεύθερης έκφρασης και οικοδόμησης ταυτότητας στους περισσότερους.

Ομως η καρδιά ενός μετανάστη, όσο και να ευφραίνεται με τις ιδανικές συνθήκες στη χώρα υποδοχής, δεν θα μπορέσει ποτέ, κατά τη γνώμη μου, να εναρμονιστεί απόλυτα στον ρυθμό της ξενιτιάς. Θα είναι σαν ένα μόσχευμα φυτεμένο σε ξένο οργανισμό που, μολονότι λειτουργικό, θα χτυπά με χρονοκαθυστέρηση, παραλυμένο σε στιγμές από τη νοσταλγία της πατρίδας. Παραλυμένο από τη μελαγχολία που διαποτίζει κάθε ξενιτεμένο όταν ησυχάζει η σκέψη από τη νέα καθημερινότητα και μερικές φορές αγγίζει και εμένα, έστω και αν οι αναμνήσεις μου από την Πολωνία περιορίζονται σε λιγοστά καλοκαίρια. Ξέρω λοιπόν πως αν αυτή τη φορά, εγώ ο ίδιος επέλεγα να αποφύγω τη δεύτερη πατρίδα μου, θα υπέφερα πολλαπλάσια από εκείνο το συναίσθημα που είναι ήδη φωλιασμένο μέσα μου. Για μένα, ο τόπος και οι άνθρωποι που χάραξαν στην παιδική και εφηβική μου ψυχή στοιχεία προσωπικότητας που καμία συγκυρία δεν θα μπορέσει να αλλάξει είναι αναντικατάστατοι και η εγκατάλειψή τους σε κρίσιμες στιγμές δεν θα άφηνε τη συνείδησή μου να προχωρήσει.

Μάλιστα, θεωρώ ότι οι δοκιμασίες της κρίσης δεν θα πρέπει να φοβίζουν, αλλά να πείθουν εμένα και τους συνομηλίκους μου για την παραμονή εδώ. Εάν μεριμνούμε ουσιαστικά για το μέλλον της χώρας στην οποία χρωστούμε το είναι μας, οφείλουμε να αγωνιστούμε και να θυσιάσουμε την άνεσή μας για εκείνη, αξιοποιώντας τη γνώση και τη μόρφωσή μας ώστε να ευνοηθεί το σύνολο των Ελλήνων, και όχι για να ορθοποδήσουμε ως μονάδες σε κάποια χώρα του εξωτερικού. Και αυτό θα γίνει, εφόσον συνειδητοποιήσουμε την αξία μας ως το πολυτιμότερο κεφάλαιο που κατέχει προς το παρόν η κατακρεουργημένη Ελλάδα και, αντί να διαπρέπουμε ως μετανάστες με ελληνικές βάσεις, ας μεσουρανήσουμε ως Ελληνες και κάτοικοι της Ελλάδας. Εξάλλου, η επένδυση της ελληνικής μας παιδείας στην οικονομία μιας ξένης χώρας, είναι, πέρα από ένδειξη δειλίας, εγγύηση για την εξασθένηση της ελληνικής κοινωνίας, της μόνης που μπορεί, ως σημείο αναφοράς, να παρέχει το αίσθημα του «ανήκειν» παρά τις εγγενείς αδυναμίες της. Χωρίς να θέλω να καταδικάσω την ελευθερία της παραμονής του καθενός στον προτιμότερο για εκείνον τόπο, και κυρίως θέλοντας να αποφύγω οποιαδήποτε υπόνοια εθνικισμού, θεωρώ ηθικό χρέος των νεαρών Ελλήνων να συνδυάσουν τις ατομικές τους επιδιώξεις με τον μόχθο για την ανάκαμψη της κοινωνίας που τους ανέθρεψε και τους εφοδίασε με προσωπικότητα και συνείδηση.

Ετσι λοιπόν, όταν βρεθώ στη θέση ενός εν δυνάμει οικονομικού μετανάστη, θα προτιμήσω να παραμείνω στην Ελλάδα και να εργαστώ σκληρά, ώστε να ευοδωθούν τα όνειρά μου για το μέλλον, αλλά και να ωφεληθεί ο τόπος με τον οποίο έχω ταυτίσει τον εαυτό μου. Ακόμη και αν οι περιστάσεις με οδηγήσουν σε σπουδές ή και προσωρινή εργασία στο εξωτερικό, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θα επιτρέψω δριμύτερος με σκοπό να εκπληρώσω το καθήκον μου απέναντι στην κοινωνία των Ελλήνων, που μου έχει διδάξει μοναδικές αξίες όπως το φιλότιμο, η λεβεντιά και το μεράκι. Γιατί μόνο από αυτή την ηλιόλουστη γη και την κοσμογονία των ανθρώπων της θα μπορέσει η ψυχή μου να αντλήσει την ενέργεια που χρειάζεται για την δημιουργική εργασία, την πρόοδο και τελικά, την ευτυχία μου.