Πιστή στη γραμμή της δημιουργικής ασάφειας, η κυβέρνηση προωθεί νομοθετική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία αναφέρει ότι απαγορεύεται η πολιτική επιστράτευση.

Στόχος της είναι να κόψει τον ομφάλιο λώρο μεταξύ του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης και των απεργοσπαστικών μηχανισμών. Αυτό καθώς κατά την κυβερνητική άποψη, εξάλλου, το μέτρο λειτούργησε σε όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου ως απεργοσπαστικός μηχανισμός.

Ωστόσο, η δημιουργική ασάφεια έγκειται πρωτίστως στο γεγονός πως στην πράξη το πάγωμα απεργιακών κινητοποιήσεων εξακολουθεί να μπορεί να επιβληθεί καθώς βάσει και των συνταγματικών επιταγών παραμένει σε ισχύ η δυνατότητα της επίταξης υπηρεσιών. Αυτό το αναγνωρίζει και η κυβέρνηση, όπως αποτυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου.

«Κατά το Σύνταγμα, η επίταξη υπηρεσιών δεν αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία, αλλά περιορισμό της ελευθερίας της εργασίας, είτε σε περίοδο πολέμου, είτε για να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες από κάποια φυσική καταστροφή ή κάποια κρίση σχετικά με τη δημόσια υγεία» αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Η δημιουργική ασάφεια εντοπίζεται, επίσης, και στο γεγονός ότι ουσιαστικά πρόκειται για μία διάταξη που έρχεται να εξυπηρετήσει επικοινωνιακούς σκοπούς και να κλείσει το μάτι στους συνδικαλιστές: πάντοτε ήταν στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε κυβέρνησης να ερμηνεύσει πότε τίθεται σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον από κάποια απεργιακή κινητοποίηση. Βάσει της κρίσης της μπορούσε να αποφασίσει εάν πρέπει να παρέμβει και να προχωρήσει σε επίταξη υπηρεσιών ή πολιτική επιστράτευση, όπως συνηθίστηκε να ονομάζεται. Και μπορεί κατά την εκτίμηση της κυβέρνησης τη μνημονιακή περίοδο να έγινε κατάχρηση του μέτρου καθώς «από το 2010 έως το 2014 επιβλήθηκε επίταξη υπηρεσιών έξι φορές, όσες δηλαδή συνολικά τις προηγούμενες τέσσερις προηγούμενες δεκαετίες». Στην περίοδο, όμως, της δικής της διακυβέρνησης θα είχε κάθε δυνατότητα να μην επιβάλει το μέτρο αν θεωρούσε πως δεν πλήττεται το δημόσιο συμφέρον από απεργίες, όπως αυτές των ιδιοκτητών φορτηγών και βυτίων, των υπαλλήλων καθαριότητας στους δήμους, των εργαζομένων στο μετρό, των ναυτεργατών, των καθηγητών ή των υπαλλήλων της ΔΕΗ (που απαριθμούνται στην αιτιολογική έκθεση).

Οπως μάλιστα σχολίαζαν και νομικοί κύκλοι, δεν χρειαζόταν μία ad hoc νομοθετική ρύθμιση. Ούτε μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι με την επίμαχη διάταξη δεσμεύονται και άλλες κυβερνήσεις. Με ένα νέο νομοθέτημα μπορεί απλώς να αντικατασταθεί η διάταξη.