Σημαντική μείωση της τιμής του φυσικού αερίου της τάξης του 16%, αρχής γενομένης από τον Μάιο, θα δουν στα τιμολόγια οι καταναλωτές ως απόρροια της συνεχιζόμενης βουτιάς του πετρελαίου.

Στην πράξη, ωστόσο, η κατηγορία που θα καρπωθεί περισσότερο τα οφέλη από το πρώτο κύμα μειώσεων είναι οι επιχειρήσεις και οι βιομηχανίες και όχι τα νοικοκυριά καθώς η έναρξη της έκπτωσης συμπίπτει με το τέλος της περιόδου θέρμανσης, οπότε τα καλοριφέρ σβήνουν. Υπό αυτήν την έννοια τα νοικοκυριά θα πρέπει να περιμένουν το δεύτερο κύμα μειώσεων που αναμένεται από τον Ιούλιο και μετά, εφόσον εξακολουθήσει η καθοδική τροχιά των τιμών στο πετρέλαιο.

Τις μειώσεις ανακοίνωσε χθες η ΔΕΠΑ, λέγοντας ότι θα ισχύσουν αναδρομικά για τους πελάτες της από 1ης Απριλίου, γεγονός που μεταφράζεται σε ανάλογη έκπτωση των τιμολογίων κατά 16% και από τις εταιρείες παροχής αερίου για τους λογαριασμούς που θα εκδοθούν μέσα στον Μάιο. Επομένως η μείωση θα αφορά κατανάλωση φυσικού αερίου που έγινε κατά το προηγούμενο δίμηνο Μαρτίου – Απριλίου.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΥΜΑ. Αναφορικά με το δεύτερο κύμα μειώσεων από τη ΔΕΠΑ θα ισχύσει από τις αρχές Ιουλίου, υπό την προϋπόθεση ότι οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου και η ισοτιμία ευρώ – δολαρίου θα παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα.

Στην πραγματικότητα οι μειώσεις είναι αποτέλεσμα της ραγδαίας πτώσης των τιμών του πετρελαίου που επηρεάζουν με καθυστέρηση περίπου τριών μηνών αυτές του φυσικού αερίου. Δηλαδή οι τιμές της ΔΕΠΑ του πρώτου τριμήνου του 2015 διαμορφώνονται με βάση τον μέσο όρο τιμών πετρελαίου του τελευταίου εξαμήνου κ.λπ. Μέρος των μειώσεων έχει αρχίσει ήδη να περνά στην κατανάλωση από τον Ιανουάριο ενώ υπενθυμίζεται ότι οι ίδιες ακριβώς μειώσεις είχαν εξαγγελθεί και από την προηγούμενη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ενέργειας.

Το φυσικό αέριο εξακολουθεί να είναι σημαντικά φθηνότερο του πετρελαίου καθώς με βάση τα στοιχεία της ΕΠΑ Αττικής η μέση τιμή του αερίου ήταν κατά 29% χαμηλότερη από τον Οκτώβριο του 2014 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2015. Οσο για την τιμή του αερίου από την ΕΠΑ Αττικής έχει μειωθεί περίπου 14% από τον Ιανουάριο του 2013 υποχωρώντας από τα 7,7 σεντς σε 6,6 σεντς η κιλοβατώρα.