ργο μιας σύγχρονης προβληματικής, με απαιτούμενες δόσεις βωμολοχίας και γυμνού ώστε να το καθιστούν προκλητικό, το «Μότζο» στην Πόρτα απευθύνεται κυρίως σε ένα κοινό πιο νεανικό. Οχι τόσο λόγω θέματος όσο λόγω παράστασης και σκηνοθετικής ανάγνωσης.

Ο 46χρονος, σήμερα, Βρετανός Τζεζ Μπάτεργουερθ (Jeremy «Jez» Butterworth, 1969) είναι θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και κινηματογραφικός σκηνοθέτης. Με το «Μότζο», που ανέβηκε στο Royal Court Theatre του Λονδίνου το 1995, έκανε την επίσημη είσοδό του στο θέατρο καθώς το έργο έλαβε σχεδόν όλα τα βραβεία της χρονιάς (ξεκινώντας από το Λόρενς Ολίβιε). Ανάμεσα στην εργογραφία του ξεχωρίζουν: «Jerousalem» (2009) και «Το ποτάμι» («The River», 2012) με τον Χιου Τζάκμαν στο Μπρόντγουεϊ. Μια δεύτερη καριέρα κάνει και στη μεγάλη οθόνη: διακρίνονται τα σενάρια στις ταινίες «Birthday girl» με τη Νικόλ Κίντμαν (2001), «Fair Game» με τη Ναόμι Γουότς και τον Σον Πεν σε σκηνοθεσία Νταγκ Λίμαν (2010) και η πιο πρόσφατη «Edge of Tomorrow» με τον Τομ Κρουζ (2014).

Το ιδιότυπο στην περίπτωσή του είναι ότι πολλά από τα έργα που γράφει τα συνυπογράφει με τα αδέλφια του –έχει δύο αδελφούς συγγραφείς και έναν τρίτο παραγωγό.

ΡΟΚ ΣΤΑΡ. Το «Μότζο» εκτυλίσσεται στο πίσω μέρος ενός νυχτερινού κέντρου, όπου εμφανίζεται ένας νεαρός και ανερχόμενος σταρ της τοπικής ροκ σκηνής στο Σόχο του Λονδίνου. Ηρωες είναι έξι άνδρες: ιδιοκτήτες και αφεντικά, μπράβοι και πρωτοπαλίκαρα ημιμαφιόζων, μάνατζερ και ανερχόμενα αστέρια μιας περιθωριακής, ίσως, σόουμπιζ. Μέσα από την τρέχουσα υπόθεση του έργου, ο Μπάτεργουερθ θίγει το ζήτημα της εξουσίας, της υποταγής, του ελέγχου και της προδοσίας.

Με γλώσσα άλλοτε σκληρή και άλλοτε προκλητική, με εκφράσεις νύχτας και λεξιλόγιο «ανδρών», το έργο, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας έχει δηλώσει, είχε ως έναυσμα τη συζήτηση που είχε ο ίδιος με τον μάνατζερ των Sex Pistols και θέμα το Σόχο, και τη σύγκρουση του πρώιμου ροκ με το οργανωμένο έγκλημα.

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος το επέλεξε για τον κύκλο «Κακά αγόρια σε έργα με περίεργα ονόματα», το μετέφρασε και το σκηνοθέτησε. Εξηγώντας ότι «Μότζο», σημαίνει και βρεγμένος και σεξαπίλ και γοητεία και μάγια, να πούμε ότι το ίδιο πάντως δεν δικαιολογεί όλες αυτές τις εξηγήσεις. Και το ερώτημα παραμένει: ένα έργο επιλέγεται γι’ αυτό που είναι ή γιατί ταιριάζει στο σκεπτικό ενός κύκλου;

Ενταγμένη πλήρως στο κομμάτι εκείνο της θεματικής του Μοσχόπουλου που αφορά στο σύγχρονο έργο, η παράσταση ακολουθεί τον καταιγιστικό ρυθμό της γλώσσας. Η πλοκή συνδυάζεται με το χιούμορ και τον σαρκασμό, η δράση συνδέεται με τον φόβο και την έκπληξη, τα συναισθήματα τρυπώνουν και διαταράσσουν τον άγριο (υπο)κόσμο της νύχτας.

Ο σκηνοθέτης έστησε με λιτότητα αυτή τη μαύρη κωμωδία στη σκηνή, μπολιάζοντάς τη μουσικά με τους ήχους του ροκ ‘ν’ ρολ. Μικρά και φοβισμένα ανθρωπάκια, κρυμμένα μέσα σε ρόλους, όχι μόνο, θεατρικούς, προσπαθούν να αναμετρηθούν με ό,τι τους γοητεύει και τους τρομάζει. Καλοκουρδισμένη δουλειά, με τους ηθοποιούς να μοιράζονται ανάμεσα στη μαγκιά και στον φόβο, ερμηνεύοντας κυρίως τους συμβολισμούς των ρόλων τους.

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου χειρίζεται με άνεση τα μέσα του. Ο Αργύρης Ξάφης επιβάλλεται με ακρίβεια και μέτρο. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου συνεχίζει να εξελίσσεται. Μουλάς, Χρυσανθόπουλος και Φουσέκης συμπληρώνουν με επιτυχία τη διανομή. Ολοι τους όμως υπακούν σε μια υποκριτική καρικατούρας, διόλου καθολική.

INFO

Μετάφραση – σκηνοθεσία:

Θωμάς Μοσχόπουλος

Σκηνικά:

Ευαγγελία Θεριανού

Κοστούμια:

Κλερ Μπρέσγουελ

Φωτισμοί:

Σοφία Αλεξιάδου

Παίζουν:

Γιώργος Χρυσοστόμου, Αργύρης Ξάφης, Γιώργος Παπαγεωργίου, Ηλίας Μουλάς, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Αλέξης Φουσέκης

Θέατρο Πόρτα

Παραστάσεις κάθε Τετάρτη (20.00), Σάββατο (21.15) και Κυριακή (22.00), από 15/4. Ακατάλληλο για κάτω των 16 ετών.