Αν επιλέξει κανείς, κάπως ριψοκίνδυνα είναι η αλήθεια, να προσεγγίσει το «Καλή αντάμωση εκεί ψηλά», το βραβευμένο με Goncourt μυθιστόρημα του Πιερ Λεμέτρ για τις προσπάθειες δύο αποστράτων να επιβιώσουν στη Γαλλία του τέλους του Μεγάλου Πολέμου, στρέφοντας την αναγνωστική προσοχή του στις αντιθετικές δυάδες που φαίνεται να το απαρτίζουν, τότε η πρώτη, θα πρέπει λογικά να είναι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές. Ταπεινός και μητρικά καταπιεσμένος, ο λογιστάκος Αλμπέρ θάβεται ζωντανός λίγο πριν κηρυχθεί ειρήνη και παρότι γλιτώνει, ο βουβός πόνος του συνεχίζεται, «παρόμοια με όλους εκείνους τους άντρες που είχαν περάσει τέσσερα χρόνια σκυφτοί κάτω από τις βροχές των βλημάτων». Ο Εντουάρ, από την άλλη, ένας μεγαλοαστός και πληθωρικός νεαρός ζωγράφος, με εξοργιστικό για τον πατέρα του ερωτικό προσανατολισμό, από τη στιγμή που σώζει τον Αλμπέρ βλέπει τις ευκαιρίες του για ευτυχία να ακυρώνονται. Ενώ ο συμπολεμιστής του γλιτώνει με ψυχικά τραύματα, το δικό του πρόσωπο, λόγω μιας οβίδας, είναι πλέον χαίνουσα πληγή: «από τη μύτη και κάτω δεν υπάρχει τίποτα, φαίνεται ο λαιμός, ο ουρανίσκος και μόνο τα επάνω δόντια και από κάτω, ένα μάγμα από κατακόκκινες σάρκες».

Οι απάτες

Στην πραγματικότητα, εκτός από τον ίδιο τον πόλεμο, υπεύθυνος για την κατάντια τους είναι και ο υπολοχαγός Πραντέλ: όχι μόνο «έδινε την εντύπωση ανθρώπου εξαιρετικά πολιτισμένου και συνάμα βαθιά βάναυσου», αλλά σχεδιάζοντας να αποστρατευτεί με τον βαθμό του λοχαγού, σκότωσε και δύο οπλίτες του προκειμένου να πείσει τους υπόλοιπους ότι η τελευταία, μοιραία για τον Αλμπέρ και τον Εντουάρ μάχη, ήταν εντελώς απαραίτητη. Η δική του μανιασμένη επιθυμία για κοινωνική άνοδο του δίνει την ιδέα για μια επιχείρηση εθνικής εμβέλειας, βασισμένη στην ανάγκη της χώρας για κατασκευή μαζικών νεκροταφείων, οι πιο τίμιες πτυχές της οποίας περιλαμβάνουν ένα κρεσέντο παραβιάσεων όρων συμβάσεων με το Δημόσιο. Απεγνωσμένοι ο Αλμπέρ και ο Εντουάρ έχουν και αυτοί ένα σχέδιο. Εκμεταλλευόμενοι τη γενική πρεμούρα για ανέγερση μνημείων πεσόντων, υπόσχονται σε φορείς και ιδιώτες μεγαλειώδη γλυπτά συγκεντρώνοντας προκαταβολές που ολοένα αυξάνονται. Παρόμοιες απάτες δεν ευδοκιμούν μόνο στον πόλεμο: κάποιους ανθρώπους «οι κρίσεις τούς κάνουν πλούσιους, λες και συμβαίνουν για χάρη τους» παρατηρεί κάπου ο Λεμέτρ. Κάποιοι άλλοι προσπαθούν απλώς να τις τινάξουν από πάνω τους με όποιο μέσο διαθέτουν.

Εξωτικά ψάρια

Στο φόντο όλων αυτών βρίσκεται μια Γαλλία που ενώ έχει «χρέος τιμής και ευγνωμοσύνης απέναντι στους αγαπημένους φαντάρους της», στέλνει στον Αλμπέρ επιστολή που του εξηγεί ότι η οικονομία της χώρας δεν επιτρέπει να τον ξαναπροσλάβουν. Στα ανώτερα κοινωνικά της στρώματα, «οι ήρωες είναι σαν τις ωραίες γυναίκες, πάντα χρειάζονται μερικοί από αυτούς στους κύκλους της καλής κοινωνίας», τη στιγμή που ο φοβητσιάρης λογιστής «κοίταζε όλον εκείνον τον κόσμο όπως είχε κοιτάξει μια φορά μέσα από το γυαλί ενός ενυδρείου κάτι εξωτικά ψάρια που μετά βίας έμοιαζαν με ψάρια» ή που «μόνο φτωχοί φαντάροι, ήταν απίστευτο», παρήγαν λείψανα προς εκταφή. Ο Λεμέτρ, με τη βοήθεια μιας μετάφρασης τόσο αποτελεσματικής που περνάει όσο πρέπει απαρατήρητη, επιστρατεύοντας ενίοτε το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο σαν να σηκώνει τα μάτια από τη γραφομηχανή προς τον αναγνώστη, αλλά και με έναν ρυθμό τόσο σταθερό που συχνά μοιάζει προκατασκευασμένος, μιλάει για όλα αυτά τονίζοντας άλλοτε το μακάβριο και άλλοτε, όπου οι περιστάσεις το σηκώνουν, το κωμικό της υπόθεσης· ξεγυμνώνοντας υπέροχα ανθρώπους που για να μιλήσουν σε αριστοκράτες με το μικρό τους όνομα θα πουλούσαν και τη μάνα τους· ρίχνοντας επίσης στο μείγμα αρκετές σταγόνες μυστηρίου και αγωνίας για την έκβαση των εγχειρημάτων των πρωταγωνιστών.

Λυτρωτικό φινάλε

Και αν ισχύει εκείνη η περί των αντιθέτων προσέγγιση, τότε λίγο πριν από το πικρά λυτρωτικό φινάλε, κάπου μεταξύ ζωής και θανάτου, αρχικά ο Αλμπέρ παίρνει λίγο από αυτό που του αξίζει: «»Πόλεμος!» του ‘χε φωνάξει γελώντας και του είχε επιτεθεί κατά μέτωπο, γενναία όσο κανείς, εύκολα είχε αποκτήσει το πάνω χέρι κι εκείνου δεν του πήρε πολλή ώρα για να παραδώσει τα όπλα, νικημένος κι ευτυχισμένος για την ήττα του». Είναι η σκηνή με την κοπέλα του που μάλλον και ο ίδιος θα ήθελε να τον χαρακτηρίζει. Ο Εντουάρ, από τη μεριά του, γίνεται τουλάχιστον ο άνθρωπος που «έβγαζε τη γλώσσα που δεν είχε πια σ’ όλο τον κόσμο κι αυτό τον έκανε τρελά ευτυχισμένο, τον βοηθούσε να ξαναγίνει αυτός που ήταν ανέκαθεν, να ξαναβρεί τον εαυτό που παραλίγο να χάσει». Μέχρι την ολοκλήρωση του κόλπου τους και αντίθετα από το ξεχαρβάλωμα που επιφέρει στον κύκλο του το κόλπο του υπολοχαγού Πραντέλ, οι δύο φίλοι έχουν φτάσει τόσο κοντά, που ανταλλάσσουν κυριολεκτικά και μεταφορικά μάσκες –ο μεν για να κρύψει τη φρικτή παραμόρφωσή του, ο δε για να ξορκίσει τη χειρότερη ημέρα της ζωής του σε εκείνη την τελευταία μάχη. Δεν είναι σίγουρο πόσες νίκες και πόσες ήττες τούς αναλογούν τελικά και ίσως δεν έχει τη μεγαλύτερη σημασία: «Χάνω» είναι μια από τις ευτυχώς ελάχιστες αποφθεγματικές φράσεις του βιβλίου, «σημαίνει είμαι άνθρωπος».
Το λιγότερο κακό από τα δύο

Δεν είναι υποχρεωτική, η σύγκριση όμως ανάμεσα στις δύο απάτες που ξετυλίγονται στο «Καλή αντάμωση εκεί ψηλά», εκείνη του υπολοχαγού Πραντέλ και η άλλη, του Αλμπέρ και του Εντουάρ, προκύπτει σχεδόν ανεπαίσθητα. Προκειμένου να ανακαινίσει μια εξοχική κατοικία που θα τον ανεβάσει στην αριστοκρατική ιεραρχία, ο μεν φτάνει να κατασκευάσει μικροσκοπικά φέρετρα στα οποία οι σοροί στριμώχνονται μόνο πριονισμένες. Θέλοντας να βγουν από το περιθώριο όπου άλλοι τους έσπρωξαν, οι δε εκμεταλλεύονται τη σχεδόν αυτάρεσκη εμμονή της χώρας για τους κατά τα άλλα περιττούς πεσόντες της, τάζοντας ανύπαρκτα μνημεία. Μάλλον κανένα από τα σκάνδαλα δεν είναι συγχωρητέο, κάποιο όμως είναι, για τον συγγραφέα, ικανό να ξεσκεπάσει την ίδια την ηθική στάση που θα το καταδίκαζε. Το άλλο κόντεψε να συμβεί στα αλήθεια το 1922. Ο Λεμέτρ δεν φαίνεται να τα επιστρατεύει από απαισιοδοξία για το μέλλον της χώρας του, δύσκολα όμως ξεχνιέται ότι τα αφηγείται σε μια περίοδο που η Γαλλία προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της, όχι τόσο πλάι σε ή πίσω από μια αδύνατον να παρεκκλίνει Γερμανία, αλλά και στο εσωτερικό της: εν μέσω ανερχόμενων αλλά στην πραγματικότητα παλιών και τρομακτικών δυνάμεων.

Το νουάρ

Από το αστυνομικό στο πολεμικό

Γεννημένος το 1956 και έχοντας διδάξει για πολλά χρόνια λογοτεχνία, ο Πιερ Λεμέτρ έκανε το συγγραφικό του ντεμπούτο μόλις το 2006, με το αστυνομικό μυθιστόρημα «Travail Soigné».

Τα υπόλοιπα και ίδιου λογοτεχνικού είδους έξι βιβλία του τον κατέταξαν στους δημοφιλέστερους αστυνομικούς συγγραφείς της Γαλλίας.

Ενταγμένο στη σημαντική παράδοση των γαλλικών μυθιστορημάτων για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (μιας και ο Δεύτερος φέρει, υποτίθεται, τη ρετσινιά της Κυβέρνησης του Βισί), το «Καλή αντάμωση εκεί ψηλά» ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 500.000 αντίτυπα.

Ο τίτλος του προέρχεται από τα τελευταία λόγια που έγραψε ο Ζαν Μπλανσάρ στη γυναίκα του, λίγο πριν τουφεκιστεί για εγκατάλειψη θέσης, στις 4 Δεκεμβρίου 1914.

Pierre Lemaitre

Καλή αντάμωση εκεί ψηλά

Μτφ. Εφη Κορομηλά

Εκδόσεις Μίνωας, 2014, Σελ. 588

Τιμή: 20 ευρώ