Το μακράς διαρκείας τηλεφώνημα του Αλέξη Τσίπρα στον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ χθες το βράδυ ήταν μια απόδειξη των δυσκολιών στη διαπραγμάτευση της Ελλάδας με τους δανειστές. «Ο πρόεδρος της Επιτροπής καταβάλλει την έσχατη προσπάθεια σε μια ακραία δύσκολη κατάσταση» ήταν το σχόλιο από την πλευρά της Κομισιόν αργά τη νύχτα. Ακολούθησε και δεύτερο σχόλιο, στο οποίο γίνεται δραματική αναφορά στην τεράστια διαφορά απόψεων μεταξύ Ελλάδας και εταίρων.

Την Παρασκευή και το Σάββατο οι συνεδριάσεις ήταν συνεχείς στην έδρα της ΕΕ, όπου οι 15 έλληνες εμπειρογνώμονες εξηγούσαν –στο μέτρο του δυνατού –ποια είναι τα σημεία του Μνημονίου που η νέα ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι μπορούν να εφαρμοστούν και ποια όχι. Οι διαβουλεύσεις συνεχίστηκαν και χθες Κυριακή, οπότε οι επικεφαλής των αντιπροσωπειών των δανειστών επισκέφθηκαν τους επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στο ξενοδοχείο τους.

Οπως ανέφερε χθες από τις Βρυξέλλες καλά ενημερωμένη πηγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «η κατάσταση εξακολουθεί να παραμένει χαώδης». Και αυτό διότι, αφενός, η ελληνική αντιπροσωπεία δεν δείχνει να είναι σε θέση να παράσχει κάτι περισσότερο από γενικόλογες τοποθετήσεις, αφετέρου, διότι δεν είναι βέβαιο ότι, έστω και αυτά τα λίγα που λένε οι έλληνες τεχνοκράτες στις Βρυξέλλες, απηχούν απολύτως τις διαθέσεις της νέας πολιτικής ηγεσίας των Αθηνών.

Επί της ουσίας αυτό που προσπαθεί να αντιληφθεί η πλευρά των δανειστών είναι ποια από τα μέτρα και τις ρυθμίσεις του υφιστάμενου Μνημονίου είναι διατεθειμένη η ελληνική πλευρά να υιοθετήσει και να εφαρμόσει άμεσα, ποια σε μεταγενέστερο χρόνο (και πόσο;) και ποια επιθυμεί να ακυρώσει. Οσον αφορά τα προς ακύρωση οι δανειστές θα ήθελαν επίσης να γνωρίζουν με ποια ισοδύναμα μέτρα θα καλυφθούν τα κενά που προκαλούνται.

Από τη στιγμή που όλα αυτά θα καταγραφούν, αξιολογηθούν και κοστολογηθούν, θα καταστεί δυνατή η έναρξη των πραγματικών διαπραγματεύσεων για τη λύση του ελληνικού προβλήματος, η οποία με βάση τα σημερινά δεδομένα δεν φαίνεται να είναι άλλη από την εκπόνηση νέου προγράμματος για την ελληνική οικονομία, το οποίο δεν θα λέγεται Μνημόνιο και θα ελέγχεται από τεχνοκράτες των δανειστών, οι οποίοι δεν θα λέγονται τρόικα. Θα έχει τονισμένα τα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά του και ενδεχομένως θα εμπλουτιστεί με νέες, διαρθρωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις, τις οποίες εν πολλοίς θα εισηγηθεί η ελληνική κυβέρνηση.

ΠΑΚΕΤΟ 35 ΔΙΣ. Δεδομένων των ανωτέρω, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη την επιθυμία της ελληνικής πλευράς να μην εισπράξει τα ποσά που έχει λαμβάνειν η χώρα με βάση το Μνημόνιο καθώς και την πρόθεσή της να υποβαθμίσει τους στόχους για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα των επόμενων ετών, καθίσταται σαφές ότι οι πιθανότητες να συνοδευτεί το νέο πρόγραμμα από ένα χρηματοδοτικό πακέτο της τάξης των τουλάχιστον 35 δισ. ευρώ είναι πολλές. Οπως μάλιστα πάντοτε συμβαίνει σε περιπτώσεις δεσμεύσεων τόσο σημαντικών ποσών, θα απαιτηθεί η σύναψη ενός νέου «conditionality», δηλαδή ενός πλαισίου που θα περιγράφει υπό ποίους όρους δεσμεύονται αυτά τα ποσά.