Σε μια δεξίωση κάποτε, ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο ρώτησε τη λαίδη Αστορ:

– Λαίδη μου, θα περνούσατε μαζί μου τη νύχτα αν σας έδινα ένα εκατομμύριο λίρες;

Εκείνη του απάντησε γελώντας:

– Αφήστε με να το σκεφθώ!

– Κι αν σας έδινα 20 λίρες; επανέρχεται ο Σο.

– Μα τι νομίζετε ότι είμαι; αντιδράει πλέον θιγμένη η λαίδη.

Και ο Σο καταλήγει:

– Αυτό νομίζω ότι μόλις το συμφωνήσαμε. Τώρα συζητούμε για την τιμή!

Θυμήθηκα αυτήν την ωραία ιστορία με αφορμή το Eurogroup και τα υπόλοιπα.

Και τη θυμήθηκα επειδή παρατήρησα ότι οι κινήσεις της νέας κυβέρνησης, η ρητορική και οι εξαγγελίες της έχουν όλες ένα κοινό χαρακτηριστικό: απευθύνονται στο εσωτερικό ακροατήριο.

Ασφαλώς αποδίδουν. Αν κρίνω από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, το ακροατήριο αυτό δέχεται με μεγάλη ικανοποίηση όσα ακούει από την κυβέρνησή του.

Και, υπό αυτήν την έννοια, η κυβέρνηση έκανε μια ορθή πολιτική επιλογή.

Αλλά η επιλογή αυτή ισχύει υπό μία προϋπόθεση: ότι η διακυβέρνηση μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας είναι υπόθεση εθνικού ακροατηρίου.

Αυτό φαίνεται να πιστεύει ο Πρωθυπουργός. Το επανέλαβε πολλές φορές στη Βουλή, με όλους τους δυνατούς τρόπους.

Το σχήμα που ανέπτυξε είναι (περίπου) ότι υπάρχει μια κυβέρνηση που αποφασίζει κατά τις προτιμήσεις και τις επιλογές του λαού που την εξέλεξε.

Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι είναι (περίπου) υποχρεωμένοι να διευκολύνουν την κυβέρνηση αυτή στην εξυπηρέτηση των επιλογών και των προτιμήσεων εκείνων που την ψήφισαν –είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν με αυτές τις επιλογές.

Για να το πω με δυο λόγια. Η εντολή διακυβέρνησης ενός λαού δεν δεσμεύει μόνο την κυβέρνηση που τη λαμβάνει αλλά και όλες τις άλλες κυβερνήσεις που θα κληθούν να συνεργαστούν μαζί της.

Δεν είναι απαραιτήτως λάθος. Σίγουρα όμως είναι καινοφανές στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Διότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση όλες οι κυβερνήσεις υπηρετούν λαϊκές εντολές και ως εκ τούτου η επίκληση της μιας ή της άλλης δεν έχει κανένα νόημα, ούτε αποτελεί διαπραγματευτικό επιχείρημα.

Αν αποτελούσε, δεν θα υπήρχε Ενωση. Θα άρχιζαν όλα από την αρχή έπειτα από κάθε εκλογή σε καθεμία από τις χώρες που την αποτελούν.

Γι’ αυτό παραδοσιακά στην Ευρωπαϊκή Ενωση ουδείς διαπραγματεύεται στο όνομα της «αξιοπρέπειας» ή της «υπερηφάνειας» ή της «αποφασιστικότητας» ή της «εμπιστοσύνης» του λαού του.

Θεωρείται εξ ορισμού συμφωνημένο ότι όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί έχουν και αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια και αποφασιστικότητα και εμπιστοσύνη.

Αυτό που συζητούμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως θα έλεγε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, είναι η τιμή.