Το πρώτο μέλημα των τραπεζών στην τρέχουσα συγκυρία είναι η διατήρηση των καταθέσεων. Καθώς η ρευστότητά τους πλέον εξαρτάται από τον ELA και ανανεώνεται ανά δεκαπενθήμερο, ενώ ταυτόχρονα είναι αποκλεισμένα από τη διατραπεζική αγορά, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στους εγχώριους καταθέτες.

Και αυτό γιατί, όσο περισσότερα χρήματα φεύγουν στο εξωτερικό, τόσο περισσότερο ανοίγει η ψαλίδα ανάμεσα στα δάνεια και τις καταθέσεις, μεγαλώνοντας την ανάγκη τους για ρευστότητα.

Μέχρι πρότινος, όσο οι ελληνικές τράπεζες μπορούσαν να αντλήσουν ζεστό χρήμα από την ΕΚΤ με επιτόκιο 0,05%, μια λελογισμένη εκροή καταθέσεων δεν ήταν πρόβλημα. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλλον λειτουργούσε υπέρ τους, μια και το κόστος του χρήματος στις προθεσμιακές έφθανε το 2%, ενώ το ευρωσύστημα τους δάνειζε με ουσιαστικά μηδενικά επιτόκια.

Η αιφνιδιαστική απόφαση της ΕΚΤ να στρέψει τις ελληνικές τράπεζες στον ELA άλλαξε τα δεδομένα της εξίσωσης. Οχι μόνο γιατί το κόστος του χρήματος είναι υψηλότερο, αλλά –κυρίως –γιατί οι τράπεζες πρέπει να ανανεώνουν τη χρηματοδότηση ανά 15 ημέρες. Αυτό σημαίνει ότι είναι εγκλωβισμένες στις επιθυμίες του Μάριο Ντράγκι, ο οποίος ανά πάσα στιγμή μπορεί να κλείσει τις κάνουλες της ευρωπαϊκής ρευστότητας.

Ετσι, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παίζουν το χαρτί της σταθερότητας και του συστημικού χαρακτήρα τους. Εχοντας στη φαρέτρα τους τον πρότερο έντιμο βίο, αλλά και τα θετικά αποτελέσματα των stress tests, επιδιώκουν να πείσουν τους καταθέτες ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας.

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι στιγμής το αποτέλεσμα της προσπάθειας αποτιμάται θετικά. Τις πρώτες ημέρες μετά τις εκλογές, και παρά την αναταραχή στο Χρηματιστήριο και την αγορά των ομολόγων, στο γκισέ επικρατεί ηρεμία. Ούτε μαζικές αναλήψεις, ούτε ουρές στα ATM, ούτε μπαράζ εμβασμάτων στο εξωτερικό.

Εντούτοις, οι τραπεζίτες συνεχίζουν να έχουν τεταμένη την προσοχή τους, καθώς ξέρουν ότι ένας νέος γύρος μαζικών εκροών –όπως αυτός που συνέβη λίγο πριν από τις εκλογές –είναι ικανός να ταράξει συθέμελα όχι μόνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά ολόκληρη την ελληνική οικονομία.