«Ο κύριος Τέρνερ»: «Καλλιτέχνης είναι ο δημιουργός ωραίων πραγμάτων. Σκοπός της τέχνης είναι να αποκαλύπτει τον εαυτό της και να κρύβει τον καλλιτέχνη. Κριτικός είναι αυτός που μπορεί να μεταφράζει με έναν άλλο τρόπο ή σ’ ένα νέο υλικό την εντύπωση που του δημιουργούν τα ωραία πράγματα. Η υψηλότερη, όπως και η κατώτερη, μορφή κριτικής είναι η αυτοβιογραφία. Εκείνοι που βρίσκουν άσχημα νοήματα σε ωραία πράγματα είναι διεφθαρμένοι, δίχως όμως να είναι και γοητευτικοί. Δυστυχώς. Υπάρχουν όμως και οι εκλεκτοί, για τους οποίους τα ωραία πράγματα σημαίνουν μόνο ομορφιά». Τα παραπάνω τα έγραψε ο Οσκαρ Ουάιλντ στον πρόλογό του για το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» και είναι τα πρώτα λόγια που σκέφτηκα βλέποντας την υπέροχη ταινία του Μάικ Λι.

Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει πάμπολλες βιογραφίες, απολύτως στεγνές και ανούσιες, και εδώ ένα φιλμ σαν τον «Κύριο Τέρνερ» (που μάλιστα είναι και «εποχής» καθώς διαδραματίζεται τον 19ο αιώνα) θέτει επιτέλους το ζήτημα του Αλλου σε μια αυθεντικά κινηματογραφική βάση, όπου το έργο τέχνης από μόνο του είναι εντελώς άχρηστο στον θεατή δίχως τη βαθύτερη κατανόηση του δημιουργού. Ολα αυτά, δίχως φροϊδικές απλουστεύσεις και εφετζίδικα φλασμπάκ: δεν υπάρχει η παραμικρή αναδρομή στο παρελθόν του κυρίου Τέρνερ αλλά, στο μεταξύ, ο Λι, σε συνεργασία με τον διευθυντή φωτογραφίας Ντικ Πόουπ, έχει στήσει μια μοναδική αναπαράσταση του ύφους αλλά και της παλέτας της ζωγραφικής του ήρωά του σε κάθε πλάνο. Το αποτέλεσμα είναι ταυτόχρονα μέγιστο αισθητικό επίτευγμα, αλλά και απαραίτητο δραματουργικό εργαλείο: βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του.

Και στο επίκεντρο έχουμε τον Τίμοθι Σπολ: βραβευμένος στις Κάννες για την ερμηνεία του, χτίζει εδώ μια περσόνα που χαράζεται στη μνήμη, ο φαινομενικός πρωτογονισμός του όμως μόλις που αγγίζει την επιφάνεια ενός κρυπτικού χαρακτήρα, που μέσα του χωράνε η ομορφιά και η σκληρότητα. Γιατί ο Τέρνερ του δεν είναι ούτε γοητευτικός ούτε συμπαθής. Συχνά επικοινωνεί μονάχα με μουγκρητά –μερικές στιγμές μόνο φαίνεται να πνίγει έναν λυγμό. Αντιφάσεις που καταγράφονται, χωρίς πάντα να εξηγούνται. Οσο κι αν προσπαθούμε.

(Βαθμοί: 8)

Πώς να κρυφτείς

«Jack»: Το έβλεπα στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 2014 και αγκομαχούσα. Οπως και στις καλύτερες ταινίες των αδελφών Νταρντέν, το φιλμ του Εντουαρντ Μπέργκερ αφηγείται μια αγωνιώδη ιστορία χρησιμοποιώντας μονάχα τα απολύτως απαραίτητα. Μια συμπαθής πλην ανεύθυνη μητέρα παραδίδει τα δυο παιδιά της σε ίδρυμα για εγκαταλειμμένα τέκνα κι εκείνα διαφεύγουν αναζητώντας την. Ο μεγάλος, 10 ετών, ο μικρότερος, 6 – δίχως φαΐ και δίχως στέγη. Κι εμείς τους ακολουθούμε γιατί, πρώτον, μας αφορά άμεσα η επιβίωση των δύο αθώων αγοριών και, δεύτερον, μας γονατίζει η ανιδιοτελής αγάπη αυτού του παιδιού για τη μητέρα του, στοιχεία που η ταινία ποτέ δεν εκμεταλλεύεται. Η ταινία έφυγε τελικά χωρίς βραβείο. Αξιζε όμως – και αξίζει – μια καλύτερη τύχη.

(Βαθμοί: 7)

Οσκαρικό δράμα

«Το παιχνίδι της μίμησης»: Αλλη μια αληθινή ιστορία. Τον χειμώνα του 1952, οι βρετανικές Αρχές εισέβαλαν στο σπίτι του μαθηματικού και αναλυτή Αλαν Τιούρινγκ και τον συνέλαβαν για ομοφυλοφιλία. Το κλου; Ο ίδιος άνθρωπος, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε καθοδηγήσει με επιτυχία μια ομάδα επιστημόνων σπάζοντας τον κώδικα της περίφημης γερμανικής μηχανής Enigma και σώζοντας τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Και ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς τον ερμηνεύει έχοντας στο πλευρό του την Κίρα Νάιτλι και ανεβάζοντας το συναισθηματικό volume σε ένα βρετανικό δράμα, που λειτουργεί ως ιστορική σημείωση αλλά και ως μάθημα ανθρωπιάς. Εχω ένα πρόβλημα με αυτό το τελευταίο, είναι η αλήθεια. Παραδέχομαι όμως την ακαδημαϊκή αρτιότητά του.

(Βαθμοί: 6)

Αιματοβαμμένη παραβολή

«Big Bad Wolves: Στο στόμα των λύκων». Ενας πρώην στρατιωτικός απάγει τον βασικό ύποπτο για μια σειρά δολοφονιών μικρών κοριτσιών (ανάμεσα σε αυτά, και η κόρη του) και με τη βοήθεια ενός αστυνομικού που λειτουργεί εκτός ορίων του νόμου προσπαθεί να εκμαιεύσει μια ομολογία. Το μήνυμα του ισραηλιτικού αυτού θρίλερ, ακραιφνώς πολιτικό (και ευπρόσδεκτα προβοκατόρικο, δεδομένων των σκληρών εποχών που ζούμε), φιλμικά όμως το όλο εγχείρημα έχει εξαντληθεί στο πρώτο σαραντάλεπτο.

(Βαθμοί: 4)

Ξεθυμασμένη τηλεόραση

«Περιπέτεια στο Αιγαίο»: Τρία παιδιά, δύο τουριστόπαιδα από τη Φινλανδία και μια μικρή Ελληνίδα, μπλέκουν άθελά τους σε μια επικίνδυνη περιπέτεια, όταν η τελευταία πέφτει θύμα απαγωγής από αδίστακτη σπείρα αρχαιοκαπήλων. Από σπόντα εμφανίζεται (καθυστερημένα κιόλας, καθώς ένα φιλμ σαν κι αυτό θα επωφελούνταν περισσότερο από την εορταστική περίοδο) αυτή η εντελώς άνευρη και άχρωμη φινλανδο-ελληνική συμπαραγωγή «για όλη την οικογένεια» όπου, από τη μεριά μας συμμετέχουν μεταξύ άλλων οι Ιφιγένεια Τζόλα, Ορφέας Αυγουστίδης, Ναταλία Δραγούμη, Γιάννης Στάνκογλου και Γεράσιμος Σκιαδαρέσης.

(Βαθμοί: 3)