Τα τοπία της φύσης ως αυτόνομες οντότητες και ως εκ τούτου αντικείμενα ενατένισης και απόλαυσης των ανθρώπων με καθαρά αισθητικά κριτήρια είναι ρομαντική ανακάλυψη. Θα τα συναντήσουμε πρώτα πρώτα στα αλεξανδρινά μυθιστορήματα, στα ειδύλλια, στα ποιμενικά δράματα. Κάθε τόσο που ο άνθρωπος θα συνθλίβεται από τον χτισμένο χώρο, από τον συνωστισμό στις εργατουπόλεις, σε πολεμικές περιόδους, σε σιτοδείες, επιδημίες, λιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς, θα βγαίνει προς τη φύση, θα αποκαλύπτει ξανά την ομορφιά της, την ισορροπία της, την αναγεννητική της ευφορία, την αιωνιότητα της ανακύκλισης.

Ολόκληρη η ποιητική και εικαστική μόδα της «Αρκαδίας» στην Ευρώπη είναι μια επιστροφή, είτε με κλασικά, προκλασικά είτε με ρομαντικά μέσα, στη φύση ως μυθική παρηγορία. Στις αρχές όμως της λογοτεχνίας της Δύσης, στον Ομηρο και στους λυρικούς, η φύση δεν είναι αξιοθέατο ούτε πανάκεια ούτε καταφύγιο ηρεμίας ούτε πρότυπο και στερεότυπο ομορφιάς.

Σπάνια θα συναντήσουμε στον Ομηρο και στους λυρικούς, στους ελεγειακούς, στους γνωμικούς, στους σατιρικούς ποιητές της ελληνικής ποιητικής παράδοσης έναν άνθρωπο να κάθεται και να θεάται, να απολαμβάνει μια δύση ηλίου, ένα ξημέρωμα, μια θυελλώδη νύχτα, μια γαλήνια θάλασσα, ένα σκιερό δάσος, τον ίλιγγο από τη θέα μιας χαράδρας ή το δέος από μια ψηλή οροσειρά. Υπάρχει η φύση και στους επικούς και στους λυρικούς και στους τραγικούς συγγραφείς, υπάρχει και στους ιστορικούς και στους φιλοσόφους, αλλά χωρίς ίχνος ρομαντικής παθητικής ή αισθητικής διάθεσης.

Το τοπίο της φύσης είναι πεδίο εντός του οποίου ο άνθρωπος «φαίνεται», παλεύει, αγωνίζεται, ηττάται ή θριαμβεύει. Συχνά είναι ανταγωνιστικός παράγοντας, άλλοτε πάλι συναγωνιστής και όχι σπάνια ουδέτερος παρατηρητής της ανθρώπινης προσπάθειας.

Σε ιδιοφυείς στιγμές αντιδρά από θυμό ή αγανάκτηση, όπως π.χ. στην «Ιλιάδα», που ο ποταμός της Τροίας, ξεχειλισμένος από πτώματα που επιπλέουν και συνωθούνται κατεβαίνοντας προς τη θάλασσα, εξοργίζεται, φουσκώνει και με εσωτερική δύναμη εξ εγκάτων αρχίζει να πετάει, να ξερνάει κυριολεκτικά τα πτώματα στις όχθες και στους γύρω κάμπους.

Θα μείνω σήμερα στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν η φύση και το τοπίο στους τραγικούς.

Δεν θα βρείτε πουθενά στα σωζόμενα δράματα μια στιγμή που ο άνθρωπος ατενίζει τη φύση ως αυτόνομο αισθητικό θέαμα, ως απόλυτο ωραίον και γνήσια αυθεντική ομορφιά.

Στους «Πέρσες» του Αισχύλου κυριαρχεί στα χορικά και στην αγγελική ρήση το νερό ως εχθρικό ή φιλικό φυσικό στοιχείο, ανάλογα με τους χρήστες του. Ο αλαζόνας Ξέρξης, όταν ήταν να ξεκινήσουν τα πλοία από τον Ελλήσποντο για να κατακτήσουν την Ελλάδα, όταν η τρικυμία στα στενά εμπόδιζε τον απόπλου, έβγαλε τον χρυσό του ζωστήρα και μαστίγωσε το πέλαγος. Ετσι αυτό το φυσικό στοιχείο, που την ίδια εποχή με τον Θαλή γίνεται θεμελιώδες δομικό υλικό της υλοζωικής φιλοσοφίας, εκδικείται την ύβριν του Ελλησπόντου συντρίβοντας τον στόλο του Ξέρξη στη Σαλαμίνα και αργότερα τα υπολείμματα του πεζικού στρατεύματος στον Στρυμόνα, όταν οι στρατιώτες με τους βαρείς τους οπλισμούς διασχίζουν τον παγωμένο ποταμό και ο ανατέλλων ήλιος λιώνει τον πάγο και πνίγονται πάνοπλοι. Η πρώτη, θα έλεγα χωρίς να υπερβάλλω, οικολογική ειδοποίηση πως η ύβρις της φυσικής ισορροπίας επιφέρει εκδίκηση προς αποκατάσταση της σαλεμένης φυσικής ισορροπίας.

Στον «Προμηθέα Δεσμώτη», πέρα από το άγριο τοπίο του Καυκάσου όπου καθηλώνεται ο Τιτάνας, πέρα από τη συμπαράσταση που του προσφέρουν ο Ωκεανός και οι θυγατέρες του οι Ωκεανίδες, η περιπλάνητη οιστρόπληκτη Ιώ διατρέχει τις δυτικές ακτές της Ελλάδας σαν μεταμορφωμένη σε αγελάδα γυναίκα (κι έτσι πήρε το πέλαγος το όνομά της, Ιόνιον) και στη συνέχεια για να φτάσει στον Νείλο, όπου μέλλεται να την επιβεί ο Ταύρος Ζευς, διατρέχει την ανατολική ακτή της Ελλάδας και της Μ. Ασίας, αφού δώσει η Βους το όνομά της στον Βόσπορο που τα στενά του διέπλευσε διωκόμενη από τον οίστρο, την αλογόμυγα. Στην «Ορέστεια» η ανδρόβουλη Κλυταιμνήστρα επινοεί τον οπτικό τηλέγραφο, τη φρυκτωρία, μια σκυταλοδρομία πυρών από βουνό σε βουνό από την Τροία έως το Αργος για να ειδοποιηθεί πότε η Τροία έπεσε και πότε θα φτάσει στο αιματηρό λουτρό που εκείνη ετοιμάζει για τον Αγαμέμνονα. Η στρατηγική αυτής της πύρινης πορείας μάς αφήνει έκπληκτους για τις γεωγραφικές γνώσεις του τραγικού ποιητή, αφού γνωρίζει ποιες κορυφές των βουνών της διαδρομής είχαν οπτική επαφή μεταξύ τους. Οι γεωγραφικές γνώσεις του Αισχύλου φτάνουν να προκαλούν το δέος ακόμη και στον σύγχρονο ειδικό, όταν βάζει τον Προμηθέα να συμβουλεύει την Ιώ, καθώς θα διασχίζει τη Μ. Ασία πού οι ποταμοί είναι διαβατοί και πού αδιάβατοι και πού, ακόμη και στις πηγές τους, στα όρη, είναι ρηχοί ώστε η περιπλάνητη παρθένα να περάσει αντίπερα σαν τη Μάνα του Κίτσου!

Στον Σοφοκλή η παραλία της Τροίας, όπου στην άμμο μπήγει το σπαθί του ο Αίας και αυτοκτονεί, ο κάμπος της Θήβας, εκτεθειμένος σε ανεμοστρόβιλους και ανεμοθύελλες, που δέχεται το πτώμα του Πολυνείκη, η σπηλιά όπου φυλακίζεται και αυτοχειριάζονται Αντιγόνη και Αίμων, το τρίστρατο της Δαύλειας το μοιραίο για τον Οιδίποδα και ο αθώος Κιθαιρών που διασώζει το απόβλητο βρέφος, η πανδημική λοιμώδης νόσος που προσβάλλει φυτά, ζώα και νήπια λόγω του αιμομίκτη βασιλέα που νόμιζε πως ήταν τύραννος (δηλαδή μη κληρονομικός ηγεμόνας) και βέβαια η νήσος Λήμνος, έρημος όπου εξορίζεται και ζει ως ναυαγός ο Φιλοκτήτης τρεφόμενος με πουλιά που κυνηγά και πίνοντας νεράκι από αρτεσιανή πηγή, είναι όλα αυτά πεδία της ανθρώπινης περιπέτειας, πλαίσιο ανταγωνιστικό ή απάνθρωπο, πουθενά αντικείμενο ρομαντικής ενατένισης και αντίπαλο πάθος.

Στον Ευριπίδη και προς το τέλος της δραματουργίας του αρχίζουμε να νιώθουμε τα πρώτα ραπίσματα μιας ρομαντικής διάθεσης. Προσπαθώντας να ισορροπήσει το κλασικό με το ρομαντικό, να ανακαλύψει, όπως ο Σολωμός, το μεικτό είδος αλλά νόμιμο, ο δαιμόνιος εκείνος συνομιλητής σοφιστών και των τελευταίων προσωκρατικών (συνυπήρξε με τον Γοργία, τον Ζήνωνα, τον Πρωταγόρα και τον αιωνόβιο Δημόκριτο) όταν επιστρέφει σε ένα πιο πρωτόγονο φυσικό τοπίο, στη Μακεδονία, περιγράφει βραχώδεις ακτές («Ιφιγένεια εν Ταύροις»), τρικυμιώδη πέλαγα («Ελένη»), πρωτόγονες συνθήκες φυσικής ζωής («Κύκλωψ») και μια οργιάζουσα φύση, σχεδόν οργασμική («Βάκχες»).

Για να τον ακολουθήσει μετά τον θάνατό του ο Σοφοκλής, αιωνόβιος, με τον ύμνο στη φύση της Αττικής στο έξοχο χορικό του «Οιδίποδα στον Κολωνό». Μια πρώιμη «Αρκαδία». Είναι η εποχή που η Πόλις και η Δημοκρατία πεθαίνουν και αναδύεται ατομιστής, περίφοβος, ιδιώτης ο αστός, φυσιολάτρης, οικοπεδοφάγος, υλοτόμος, πετρελαιάς, παραγωγός πυρηνικών αποβλήτων!