Με ένα κόκκινο πουκάμισο στεκόταν δίπλα στην είσοδο του καφέ στον δεύτερο όροφο.

Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα του ανελκυστήρα έψαχνε με το βλέμμα του – ήδη υγρό – να δει ποιος θα βγει.

Και κάθε φορά σχηματιζόταν το ίδιο χαμόγελο στα χείλη του, αφού όποιος έφτανε το μεσημέρι της Παρασκευής ως το «σπίτι» του, ως το Μουσείο Μπενάκη, είχε έναν και μόνο σκοπό: να τον αποχαιρετίσει.

Ευτυχώς για όλους, όμως, ο Αγγελος Δεληβορριάς δεν φεύγει από το Μουσείο Μπενάκη, το οποίο του χρωστάει ότι σήμερα είναι ένα από τα πιο δραστήρια πολιτιστικά ιδρύματα της χώρας εντός και εκτός συνόρων.

Αφήνει το τιμόνι, κάτι που επιθυμούσε πολύ και δεν έχανε ευκαιρία να το λέει σε φίλους και συνεργάτες, αλλά δεν εγκαταλείπει το πλοίο.

Αλλάζει απλώς μετερίζι και γίνεται μέλος της διοικητικής επιτροπής, ενώ μέλλεται αργότερα να λάβει και τη θέση του προέδρου της.

Μέχρι το τέλος του χρόνου, λοιπόν, ο Αγγελος Δεληβορριάς θα είναι και τυπικά διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη ύστερα από 41 χρόνια θητείας κι αφού κατάφερε να μετατρέψει ένα ίδρυμα που θύμιζε ιδιωτική συλλογή με πολλά κτιριολογικά και μουσειολογικά προβλήματα (το 1973 όταν το ανέλαβε) σε «έναν πολυδιάστατο, έγκριτο οργανισμό, αναμφισβήτητα τον πιο δυναμικό μουσειακά οργανισμό στην Ελλάδα, ο οποίος έχει τοποθετηθεί πλέον ψηλά και στη διεθνή κλίμακα του πολιτισμού», όπως τόνισε η πρόεδρος του μουσείου, Αιμιλία Γερουλάνου, στη συνέντευξη Τύπου με σκοπό την ανακοίνωση της αποχώρησης του Αγγελου Δεληβορριά.

Και μετά; Μέσα στον Νοέμβριο θα βγει στον αέρα η διεθνής προκήρυξη διαγωνισμού για τη θέση του νέου διευθυντή, χωρίς να καταστεί σαφές το χρονικό όριο που θα τεθεί για την ολοκλήρωση της επιλογής υποψηφίου, αφού το Μουσείο Μπενάκη ενδιαφέρεται για τον καλύτερο, όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά.

Μέχρι τότε το μάτι και το αυτί του Αγγελου Δεληβορριά θα είναι παρόντα, ενώ στο πλευρό του θα είναι πάντα και η αναπληρώτρια διευθύντρια του μουσείου, Ειρήνη Γερουλάνου.

Φίλοι και δημοσιογράφοι – της παλιάς, αλλά και της νέας γενιάς – ήταν εκεί για να αποχαιρετίσουν τον εμπνευσμένο διευθυντή, ο οποίος το 1973 σε ηλικία 36 ετών ανέλαβε τη διεύθυνση του μουσείου Μπενάκη και το οδήγησε σε μια κούρσα επιτυχίας, παρά τις δύσκολες στιγμές.

«Οραματίστηκα τη σύλληψη μιας Ελλάδας άλλου τύπου, που ξεκινά από το κεντρικό κτίριο και προχωρεί στο φωτογραφικό, το ιστορικό και το αρχιτεκτονικό αρχείο για να καταλήξει στο κτίριο Χατζηκυρικάκου-Γκίκα όπου παρουσιάζεται ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η Ελλάδα του Μεσοπολέμου», τόνισε έντονα συγκινημένος μπροστά στο ασφυκτικά γεμάτο αμφιθέατρο του κεντρικού κτιρίου του Μουσείου Μπενάκη, ο Αγγελος Δεληβορριάς και δεν παρέλειψε να μιλήσει για το μόνιμο παράπονό του, το γεγονός ότι «το ελληνικό Κράτος δεν αντελήφθη τη σημασία της πρότασης του μουσείου Μπενάκη, που είναι πρωτότυπη διεθνώς – την παρουσίαση της Ελλάδας ως όλον» με αποτέλεσμα να μην έχει την ανάλογη στήριξη.

Ο μακροβιότερος διευθυντής μουσείου παγκοσμίως και ο μόνος που μπορούσε ταυτοχρόνως να ασκεί διοίκηση, να συγκεντρώνει χορηγίες, να ασχολείται με την επιστήμη και να κρατά πολιτικές ισορροπίες πριν αποχαιρετήσει σε έντονα συγκινησιακά φορτισμένο κλίμα κι ευχαριστήσει όσους τον στήριξαν επί τέσσερις δεκαετίες είπε ότι ο διάδοχός του θα πρέπει να διαθέτει «υπομονή και ρωμέικο πείσμα», ενώ χαρακτήρισε τη νέα του θέση ως «δίκοπο μαχαίρι επειδή ναι μεν δεν θα απουσιάζει, αλλά «το κακό είναι ότι θα μπορώ να επιβλέπω τις όποιες πιθανές ανεπαίσθητες αποκλίσεις εν ονόματι της επιβίωσης».