Εικόνα από τη Θηβών σε νυχτερινό κέντρο: o κόσμος μπαίνει και αρχίζει να κάνει την… προσευχή του στο πρώτο «τσίμπημα» των μπουζουκιών. Ο κύριος με το κοστούμι και το «χαλασμένο» χέρι (από ατύχημα με χειροβομβίδα που έσκασε στα χέρια του όταν ήταν μικρός στην Κατοχή) λέει τον πρώτο στίχο από ένα σουξέ που κάνει πάταγο.

Βρισκόμαστε στο 1962, έχει μόλις γραφτεί η περίφημη «Προσευχή» και ο Σπύρος Ζαγοραίος έχει ήδη τους δικούς του πιστούς. Είναι τέτοια η αγάπη του κοινού για το σουξέ, ώστε ο κορυφαίος Στέλιος Καζαντζίδης της εποχής εκείνης αναγκάζεται να κάνει κάτι για πρώτη φορά: να το επανεκτελέσει. Και μέχρι πριν από λίγα χρόνια εμείς οι νεότεροι προλάβαμε τον Σπύρο Ζαγοραίο να κατεβαίνει από το σπίτι του στο Αιγάλεω μόλις ολοκληρωνόταν και το τελευταίο δελτίο ειδήσεων που παρακολουθούσε φανατικά και να ανεβαίνει στο πάλκο του δικού του μαγαζιού «Εντελαμαγκέν» που βρισκόταν στο ισόγειο λέγοντας τον «ύμνο» με την ίδια ιδιαίτερη ερμηνεία και τον αναγνωρίσιμο τονισμό.

Η συγκίνηση του κόσμου ήταν μεγάλη όταν μαθεύτηκε αργά το βράδυ της Δευτέρας ο θάνατος του Σπύρου Ζαγοραίου στα 86 του, εκατοντάδες βίντεο από το YouTube αναρτήθηκαν στα κοινωνικά δίκτυα και χιλιάδες «Προσευχές» ξανατραγουδήθηκαν αναβιώνοντας μια ολόκληρη εποχή που ο ερμηνευτής και συνθέτης πήρε οριστικά μαζί του (μόνο ο Αντώνης Ρεπάνης ζει και τραγουδάει πια από τους άνδρες ερμηνευτές μιας ολόκληρης χρυσής γενιάς του 1960).

ΑΡΧΗ ΜΕ ΤΣΙΤΣΑΝΗ. Ο Ζαγοραίος άφησε το δικό του αποτύπωμα στο λαϊκό τραγούδι διανύοντας μια πορεία από το 1947, όταν πρωτόπιασε τα λαϊκά όργανα, έως και πριν από λίγα χρόνια, όταν εμφανιζόταν ζωντανά στο δικό του κέντρο στο Αιγάλεω (τα τελευταία χρόνια βέβαια εμφανιζόταν ο Γιάννης Λεμπέσης). Σημείο σταθμός στην καριέρα του Ζαγοραίου είναι το 1952 και τα δύο πρώτα τραγούδια που θα του δώσει ο Βασίλης Τσιτσάνης («Το Κουρμπέτι» και τα «Χώματα της ξενιτιάς»). Οχι όμως. Δεν θα τον θυμόμαστε γι’ αυτά που ομολογουμένως δεν είχαν και τρελή επιτυχία. Η γνωριμία του μερικά χρόνια μετά με τον λαϊκό στιχουργό Δημήτρη Γκούτη είναι καθοριστική. Με το «Θα πεθάνω γλυκιά μου αγάπη» και λίγο μετά το «Αναψε το τσιγάρο», σε σύνθεση του Γεράσιμου Κλουβάτου, ο δρόμος ανοίγει για τη στακάτη ερμηνεία του Ζαγοραίου.

Μαζί με τη γυναίκα του Ζωή φτιάχνουν ένα ντουέτο της εποχής και δεν αργεί η εποχή της περίφημης «Προσευχής», «Πάρτε κύριε λαχεία» (το έγραψε με τον Γκούτη στο γαλακτοπωλείο Γαλλία της Ομόνοιας όταν είδε έναν πιτσιρικά λαχειοπώλη), ο «Ανάπηρος», η περίφημη «Ντόλτσε Βίτα», το «Τραγούδι του Παπανδρέου» (γράφτηκε από Δερβενιώτη – Βίρβο το 1964 για τον Γέρο της Δημοκρατίας) και λίγο μετά βέβαια το «Ολες είσαστε ίδιες». Ο Ζαγοραίος, ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο Πέτρος Αναγνωστάκης, στυλοβάτες της Odeon Parlophone έφτιαξαν ένα αναγνωρίσιμο ύφος και παρέμειναν πιστοί στα κέντρα της Θηβών, στο Αιγάλεω, στην «κάτω νύχτα» του περίφημου μαγαζάτορα «μουστάκια» (Γιγουρτάκη).

Στα χρόνια του ’70, ο Ζαγοραίος μεταπηδά στις εταιρείες της Ομόνοιας: στη Σονάτα αρχικά του Πάνου Γαβαλά και βέβαια στην Πάνιβαρ. Κι εδώ θα γίνει γνωστός επανεκτελώντας και μεταποιώντας με τον δικό του τρόπο παλιά ρεμπέτικα και όχι μόνον: το «Εντελαμαγκέν ντε Βοτανίκ» κατέχει μια εξέχουσα θέση ενώ δεν θα διστάσει να πει και τα επόμενα χρόνια και τραγούδια νεότερων συνθετών όπως το «Πάτα πάτα» του Σταμάτη Κραουνάκη για τις ανάγκες του σάουντρακ της ταινίας «Αυτή η νύχτα μένει» του Νίκου Παναγιωτόπουλου.