Τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν πάνω της όταν το καλοκαίρι του 2002 ανέλαβε την υπεράσπιση του πολυϊσοβίτη για τη συμμετοχή του στη 17Ν Δημήτρη Κουφοντίνα. Το όνομά της όμως ήταν συνδεμένο πολλά χρόνια πριν με την υπεράσπισητων κοινωνικών δικαιωμάτων μεταναστών και ατόμων από τον αντιεξουσιαστικό και τον αναρχικό χώρο.

Χωρίς φόβο και περίσσιο πάθος, εδώ και πολλά χρόνια βρίσκεται στην πρώτη γραμμή δύσκολων υποθέσεων. Οπλο της εκτός από τα νομικά επιχειρήματα είναι ο καταγγελτικός της λόγος. Αν και με τις θέσεις που κατά καιρούς διατυπώνει μπορεί κάποιος να διαφωνήσει σε πολλά, εντούτοις –όπως λένε συνάδελφοί της –η «διαφορετικότητά της την κάνει ένα πρόσωπο σεβαστό στην επιστημονική κοινότητα».

Πριν από λίγες ημέρες η Ιωάννα Κούρτοβικ βρέθηκε για μία ακόμα φορά στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Αφορμή η ανάληψη της υπεράσπισης του Αντώνη Σταμπούλου, ο οποίος φέρεται ως συνεργός του Νίκου Μαζιώτη και αντιμετωπίζει βαριές κατηγορίες για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση.

Ο εντολέας της από την πρώτη στιγμή τήρησε απόλυτα το δικαίωμα της σιωπής και αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις Αρχές. Ετσι, η Ιωάννα Κούρτοβικ, εκ της θεσμικής θέσεώς της, έγινε η δική του φωνή προς τα έξω.

Μετά την προφυλάκιση του Αντώνη Σταμπούλου, προέβη σε καταγγελίες για κενά και ελλείψεις στη δικογραφία, επισημαίνοντας ότι από κανένα στοιχείο δεν προσδιορίζεται η σχέση του με τις σοβαρές αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται. «Αυτό το πανηγύρι δεν αντιστοιχεί με τίποτα στο υλικό που υπάρχει αυτή τη στιγμή στα χέρια του ανακριτή και παραδόθηκε. Αν δίνεται υλικό στα μίντια και όχι στον κατηγορούμενο και τον ανακριτή, υπάρχουν σοβαρές παραβιάσεις του νόμου, του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου» δήλωσε η κυρία Κούρτοβικ επιχειρώντας να φωτίσει πτυχές της υπόθεσης που ανέλαβε.

Περίεργα αρώματα. Δεν είναι λίγοι βέβαια εκείνοι που έχουν συνδέσει την παρουσία της με τις υποθέσεις που έχουν «άρωμα τρομοκρατίας». Πριν από δώδεκα χρόνια, όταν η υπόθεση της 17 Νοέμβρη μονοπωλούσε για μήνες την επικαιρότητα είχε αναλάβει την υπεράσπιση του Δημήτρη Κουφοντίνα και της συντρόφου του Αγγελικής Σωτηροπούλου, η οποία κάθησε στο εδώλιο και κρίθηκε, τελικά, αθώα.

Απευθυνόμενη στους δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας, που επί εννέα μήνες συνεδρίαζε στην ειδικά διαμορφωμένη δικαστική αίθουσα των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού, είχε χαρακτηρίσει τους κατηγορούμενους για συμμετοχή στη 17 Ν «μία χούφτα απλούς λαϊκούς ανθρώπους» υποστηρίζοντας πως δεν είχαν ιδιοτελή σκοπό την κατάχρηση της εξουσίας, αλλά να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα αντίστασης στην κοινωνία.

Προμετωπίδα εκείνης της αγόρευσης ήταν πως η 17 Νοέμβρη ήταν μία πολιτική οργάνωση, με πολιτικές αιτίες και στόχους. Επιχείρημα το οποίο, όπως φάνηκε από την απόφαση που απήγγειλε ο πρόεδρος εκείνου του δικαστηρίου Μιχάλης Μαργαρίτης, δεν βρήκε σύμφωνους τους δικαστές που είχαν και τον τελευταίο λόγο.

Η τοποθέτηση περί πολιτικών κινήτρων της 17Ν βρήκε πολλούς διαφωνούντες μέσα κι έξω από τη δικαστική αίθουσα των φυλακών του Κορυδαλλού. Ωστόσο, η υπερασπιστική δράση της Ιωάννας Κούρτοβικ δεν σταματά σε τέτοιου είδους υποθέσεις. Η ίδια ως ενεργό μέλος του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα είναι άτομο βαθιά πολιτικοποιημένο με σταθερή πίστη και προσήλωση στις αρχές που έχει επιλέξει να υπηρετεί.

Εχει συνδέσει το όνομά της με την υπεράσπιση μεταναστών, οικονομικών προσφύγων, τοξικομανών, ενώ κατ’ επανάληψη με κάθε ευκαιρία ως μέλος της Επιτροπής Πρωτοβουλίας για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων έχει δώσει πολλές μάχες για τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης στα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας έχοντας κερδίσει δικαστικές μάχες ύστερα από προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Στόχος ακροδεξιών. Κόκκινο πανί είναι η παρουσία της για τη Χρυσή Αυγή. Η Ιωάννα Κούρτοβικ, πολύ καιρό πριν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη έρευνα της Δικαιοσύνης για την υπόθεση της Χρυσής Αυγής, είχε διατυπώσει δημόσια συγκεκριμένες απόψεις. «Οταν το μόρφωμα αυτό διεκδικεί να είναι εκτός δημοκρατικού πλαισίου και καυχιέται για την παραβατική του δράση, τον λόγο έχει η Δικαιοσύνη», είχε αναφέρει σε ένα από τα άρθρα της. Σε ανύποπτο χρόνο, δηλαδή πριν από την πρόσφατη αλλαγή του αντιρατσιστικού νόμου, είχε χαρακτηρίσει την εσωτερική νομοθεσία ως την ανεκτικότερη της Ευρώπης απέναντι στη ρητορεία του μίσους και τη ρατσιστική βία.

Η ίδια μάλιστα έχει γίνει στόχος ακροδεξιών ομάδων. Μία φορά δέχθηκε επίθεση έξω από το αστυνομικό τμήμα στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα όταν βρέθηκε εκεί για να υπερασπιστεί έναν μετανάστη από την Τανζανία που είχε δεχθεί επίθεση από κατοίκους της Πλατείας Αμερικής.

«Οποιος αλληλέγγυος δικηγόρος έρθει στον Αγιο Παντελέημονα να υπερασπιστεί μετανάστη που είναι θύμα επίθεσης, δέχεται και αυτός επίθεση. Το άλλο που είναι τρομερό είναι η απόλυτη συνεργασία και σύμπνοια των όσων είναι μέσα και έξω από το αστυνομικό τμήμα. Δεν λέω σε καμία περίπτωση ότι οι αστυνομικοί ήθελαν να γίνει ό,τι έγινε, αλλά ίσως τους ήταν δύσκολο να διώξουν τους φίλους τους» είχε δηλώσει η κυρία Κούρτοβικ ύστερα από εκείνη την επίθεση που είχε δεχθεί τον Σεπτέμβριο του 2012.

Η Ιωάννα Κούρτοβικ ακόμα και τις φορές που κάθεται στα έδρανα της πολιτικής αγωγής βρίσκεται εκεί για να διεκδικήσει δικαιώματα αδύναμων κοινωνικά και οικονομικά ομάδων. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι όταν ανέλαβε την πολιτική αγωγή εκπροσωπώντας μετανάστες που είχαν πέσει θύματα ρατσιστικού μένους του 23χρονου υπαλλήλου της ΕΡΤ Παντελή Καζάκου. Ο συγκεκριμένος δράστης τον Οκτώβριο του 1999 είχε βγει βράδυ και πυροβολούσε όποιον μετανάστη τύχαινε να βρει μπροστά του. Το αποτέλεσμα ήταν 2 νεκροί και 7 τραυματίες, μερικοί εκ των οποίων έχουν μόνιμα προβλήματα υγείας εξαιτίας των τραυμάτων.

Η γνωστή δικηγόρος είχε διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην υπόθεση με τους μετανάστες στο κτίριο της Υπατίας πριν από περίπου τρία χρόνια, ενώ βρέθηκε στα έδρανα της υπεράσπισης και στη δίκη για τη δολοφονία του 26χρονου φιλάθλου του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Λαυρίου κατά τη διάρκεια συμπλοκής με οπαδούς του Ολυμπιακού. Εχει επίσης αναλάβει πολλές υποθέσεις πολιτών που έχουν πέσει θύματα αστυνομικής βίας. Η ίδια έχει παρατηρήσει αναφερόμενη σε αυτές τις υποθέσεις ότι «όσες φορές έχουμε τυχόν καταφέρει να ενεργοποιήσουμε τις νομικές διαδικασίες για τη δίωξη των δραστών έχουμε απογοητευθεί γιατί υπάρχει προφανής απροθυμία των δικαστικών Αρχών να ασκήσουν δίωξη εναντίον αστυνομικών οργάνων και σπανίως φτάνουν τέτοιες υποθέσεις στο ακροατήριο. Και οι ελάχιστες αυτές υποθέσεις, όταν δεν οδηγούν σε απαλλαγή ή ασήμαντες ποινές, οδηγούνται στην παραγραφή από συστηματικές καθυστερήσεις».