Αρχαιολόγοι και ιστορικοί, φιλόλογοι και αρχαιολάτρες βρήκαν πεδίον δόξης λαμπρόν για να διατυπώσουν διαφορετικές γνώμες και να διασταυρώσουν τα ξίφη τους, δεδομένης της διάστασης που πήρε το σημαντικό εύρημα, πριν ακόμη η αρχαιολογική σκαπάνη δώσει τις δικές της απαντήσεις. Κι ενώ ως τώρα η έριδα είχε θέμα την ταυτότητα του νεκρού, τον ρόλο των Σφιγγών και των Καρυατίδων, τώρα πέφτει στο τραπέζι και το θέμα της χρονολόγησης του μνημείου.
Είναι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή της Ρωξάνης ή µήπως στα σπλάγχνα του βρίσκεται ο Νέαρχος; Ηταν έργο του Δεινοκράτη ή του Πλάτωνα; Εχει άρωµα Αθήνας ή Αιγύπτου; Φωτιές έχει ανάψει ο τύµβος Καστά στην Αµφίπολη στα αρχαιολογικά πηγαδάκια. Αρχαιολόγοι και ιστορικοί, φιλόλογοι και αρχαιολάτρες βρήκαν πεδίον δόξης λαµπρόν για να διατυπώσουν διαφορετικές γνώµες και να διασταυρώσουν τα ξίφη τους, δεδοµένης της διάστασης που πήρε το εύρηµα.
Οσο για τη Ρωξάνη, αν και ορισμένοι θεώρησαν ότι οι Σφίγγες υπαινίσσονται την παρουσία της ανατολίτισσας πριγκίπισσας, η θεωρία έχει απορριφθεί δεδομένου ότι ο Κάσσιος που τη δολοφόνησε δεν θα έφτιαχνε ένα τόσο μεγαλοπρεπές μνημείο για χάρη της ενώ ο γιος της, ο οποίος δολοφονήθηκε μαζί της, είναι γνωστό ότι έχει ταφεί στη Βεργίνα. Ακόμη και για τον επικεφαλής του στόλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον Νέαρχο, πολλοί επιστήμονες θεωρούν ότι είναι υπερβολικά μεγάλος.
Ορισμένοι πίσω από τις Σφίγγες εντόπιζαν αιγυπτιακές επιρροές σε συνδυασμό με τη χρήση σφραγιστικών τοίχων, πρακτική που συνηθιζόταν στις πυραμίδες, ενώ άλλοι «διάβαζαν» ίχνη της Αθήνας στα μάτια των Καρυατίδων και συνδύαζαν την παρουσία τους με το γεγονός ότι η Αμφίπολη υπήρξε αθηναϊκή αποικία.
Αλλοι θεωρούν ότι ο Πλάτωνας βρίσκεται πίσω από τον σχεδιασμό των μακεδονικών τάφων, κατά συνέπεια και εκείνου της Αμφίπολης. Μεγάλο μέρος της διαμάχης όμως εξαντλήθηκε και στο αν ο τάφος είναι συλημένος ή ασύλητος – ξεκάθαρη απάντηση ούτε σε αυτό το ζήτημα δεν έχει ακόμη δοθεί.
Σαφέστατα υπέρ της ταύτισης του μνημείου με μακεδονικό τάφο έχει ταχθεί η επίτιμη διευθύντρια Κλασικών Αρχαιοτήτων Κατερίνα Ρωμιοπούλου διότι «τα τοιχώματα είναι από πελεκητούς λίθους, έχει καμαρωτή στέγη, έχει κτιστό δρόμο που οδηγεί σε ορθογώνιους θαλάμους και διαδρόμους» και συμφωνεί με τη χρονολόγηση του 4ου αι. ή των αρχών του 3ου αι. π.Χ., ενώ επισημαίνει τη μοναδικότητα του μνημείου τόσο λόγω του μεγέθους όσο και λόγω της παρουσίας των Καρυατίδων.
Πρόκειται για μια σύνθεση που συνηθιζόταν στα ρωμαϊκά χρόνια από την αγάπη για το παρελθόν. Δεν υπάρχουν αντίστοιχες σε ταφικά μνημεία. Εκείνες του τάφου στο Σβεστάρι της Βουλγαρίας δεν έχουν καμία σχέση στυλιστικά. Πρόκειται για χορεύτριες».
Επομένως είναι περίεργο να τις βρίσκουμε σε μακεδονικό τάφο. Αντιθέτως στα ρωμαϊκά χρόνια δεν υπάρχουν μόνο σε τάφους αλλά αποτελούν και το σύμβολο του αυτοκράτορα Αυγούστου (σ.σ.: ιδρυτή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Οι Καρυάτιδες δε, ήταν το αγαπημένο του διακοσμητικό στοιχείο. Στη Ρώμη έφτιαξε το Πάνθεον, που δεν σώζεται, το οποίο είχε κοσμήσει με Καρυάτιδες, μια μόδα που ξεκίνησε από τα μικρά Προπύλαια της Ελευσίνας το 48 π.Χ.».
«Στους Φιλίππους συγκρούστηκαν το 42 π.Χ. οι στρατοί από τη μία του Οκταβιανού Αυγούστου και του Μάρκου Αντωνίου και από την άλλη του Βρούτου και του Κάσσιου, των δολοφόνων του Ιουλίου Καίσαρα. Οι νικητές (σ.σ.: Οκταβιανός Αύγουστος και Μάρκος Αντώνιος) πιθανόν να έθαψαν τους νεκρούς τους –που θα ήταν πολλοί αφού κάθε πλευρά είχε περί τους 80.000 στρατιώτες –στο στρατόπεδό τους στην Αμφίπολη.
Πιθανόν δε να χρησιμοποίησαν μάρμαρο Θάσου, νησί που ήλεγχαν οι αντίπαλοι. Αυτό το μνημείο έχει τόνους μαρμάρου, ενώ οι μακεδονικοί τάφοι ήταν κατασκευασμένοι από ασβεστόλιθο με επίχριση. Μαρμάρινες ήταν μόνο οι πόρτες τους» συνεχίζει και επισημαίνει ότι ανάλογης διάταξης αλλά μικρότερα σε μέγεθος μνημεία υπάρχουν στη Ρώμη, π.χ. ο τύμβος με ταφικό περίβολο και πρόπυλο του Αυγούστου και ένα ακόμη στην Αλγερία.
Προσθέτει δε ακόμη μία λεπτομέρεια: «Δεν έχουν βρεθεί ούτε πόρτες ούτε στρόφιγγες στα δύο πρόπυλα, που σημαίνει ότι το μνημείο ήταν ανοικτό και επισκέψιμο –πιθανόν να ήταν γεμάτο μαρμάρινα οστεοφυλάκια –όπως οι κατακόμβες στη Ρώμη και ίσως σφραγίστηκε σε μεταγενέστερη εποχή».