Ο συγγραφέας, μεταφραστής και κινηματογραφιστής δουλεύει συνεχώς, πιστεύει ότι το χιούμορ «είναι το ελαφρό αεράκι που καταλύει αφηγηματικές άπνοιες», καθώς και ότι η λογοτεχνία δεν πρέπει να κλείνει τα μάτια αλλά το μάτι στην πραγματικότητα.
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης είναι η παρουσία εκείνη στα ελληνικά γράμματα που διαθέτει δύο αντιφατικά, εκ πρώτης όψεως, χαρακτηριστικά: είναι αθόρυβη αλλά συνεχής. Φυσικά δεν πρόκειται για αντίφαση. Είναι άνθρωπος εργατικός που προτιμά την ουσία από τον θόρυβο –αν και δεν θα του ήταν δύσκολο να τον προκαλέσει. Εκεί που το μέσο φαντασιακό σχηματίζει για τους συγγραφείς την εικόνα ανθρώπων που λύνουν τα προβλήματα της λογοτεχνίας και του κόσμου στα καφενεία –ας όψεται ο μύθος των γαλλικών λογοτεχνικών καφέ -, και μόνο η ανάγνωση της εργογραφίας του Κυριακίδη πείθει για το αντίθετο. Ο γεννημένος στο Κάιρο συγγραφέας, παρά το γεγονός ότι αγαπάει τους Γάλλους -ενδεχομένως και τα καφενεία -, δεν θα μπορούσε, χωρίς αυστηρή πειθαρχία, να γράψει 10 βιβλία (Εκδ. Υψιλον, Πόλις και τελευταίως Πατάκη), τρία κινηματογραφικά σενάρια, να γυρίσει επτά ταινίες μικρού μήκους και, ταυτόχρονα, να μεταφράζει περίπου τρία λογοτεχνικά βιβλία τον χρόνο. Και όλα αυτά έχοντας πάντα άλλη εργασία για βιοπορισμό -άλλοτε στον τραπεζικό τομέα, κατόπιν στη διαφήμιση.
Αυτήν τη στιγμή ο Αχιλλέας Κυριακίδης, συγγραφέας με εποπτεία του τι συμβαίνει στα διεθνή λογοτεχνικά πράγματα, που παθιάζεται επίσης με τη μουσική αλλά και τον Ολυμπιακό, συνεχίζει να επιβεβαιώνει τον εαυτό του εκδίδοντας πυρετωδώς. «Το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει μια συγκεντρωτική έκδοση παλαιότερων βιβλίων μου υπό τον γενικό τίτλο “Μουσική και άλλα πεζά (1973-1995)” (Πατάκης), καθώς και μια συλλογή αφορισμών μου για τη γραφή και τη μετάφραση (“Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας”), γράφω μια νουβέλα (“Σώμα”) και μεταφράζω ασυστόλως: από τα “έτοιμα” που περιμένουν τη σειρά τους για το τυπογραφείο, να σημειώσω το συγκλονιστικό “Κατά μόνας” του νέου τρομερού παιδιού της αργεντινής λογοτεχνίας Αντρές Νέουμαν (Opera)», λέει στο «Βιβλιοδρόμιο».
Πιστεύω στην ακατάλυτη δύναμη του χιούμορ, στην εξαίσια διαβρωτική του ενέργεια και, εν προκειμένω, στον μαγικό τρόπο του να υπονομεύει τη σοβαροφάνεια της εξιστόρησης χωρίς να διακυβεύει τη σοβαρότητα των εξιστορουμένων. Το χιούμορ είναι το ελαφρό αεράκι που καταλύει αφηγηματικές άπνοιες, είναι η λακκούβα στον δρόμο της ανάγνωσης που σε γλιτώνει από το να συγκρουστείς με τον ύπνο. Το χιούμορ είναι πηγή ζωής της μυθοπλασίας.
Υπάρχει ένα ζήτημα εντοπισμού του χιούμορ σε κείμενα που δεν αυτοπροσδιορίζονται ως αμιγώς χιουμοριστικά, ένα ζήτημα που ανάγεται στη δεκτικότητα του αναγνώστη και, κατ’ επέκτασιν, στα δικά του σχετικά κοιτάσματα, στις δικές του αρμόδιες κεραίες και στον βαθμό ευαισθησίας τους. Σας εξομολογούμαι ότι πλήττω αφόρητα με συγγραφείς που φοβούνται μη γελάσει το χέρι τους (π.χ. Χένρι Τζέιμς, Ρούσντι) ενώ, από την άλλη, έχω ανιχνεύσει πολλά ρινίσματα σπουδαίου χιούμορ σε «σοβαρά» κείμενα συγγραφέων που γενικώς θεωρούνται αγέλαστοι σαν αγάλματα, όπως ο Μπόρχες, ακόμη και στις παραβολές του Κάφκα. Οσο για το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας, δεν μπορώ να μη διατυπώσω τη διαπίστωσή μου ότι είμαστε ένας λαός που μπορεί να του αρέσει να «σπάει πλάκα» αλλά δεν έχει χιούμορ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμφωνώ με τη δική σας διαπίστωση για τη σπανιότητά του και στη σύγχρονη λογοτεχνία μας: Καχτίτσης, Γονατάς, Παπαδημητρακόπουλος, Θεοφίλου, καθώς και μια ολόκληρη γενιά θεατρικών συγγραφέων που εξόρκισαν επί σκηνής με το χιούμορ τους τις πρώτες μελαγχολίες της Μεταπολίτευσης.
Εχετε μεταφράσει κάπου 90 βιβλία. Δεν σκέφτεστε ότι αν δεν είχατε ασχοληθεί τόσο πολύ με τη μετάφραση ίσως να είχατε μεγαλύτερο σε όγκο συγγραφικό έργο;
Ευτυχώς, θεωρώ τη μετάφραση ισότιμης δημιουργικότητας με τη συγγραφή. Παρ’ όλα αυτά, για να σας δώσω την απάντηση που μάλλον περιμένετε, ναι: η αδιάκοπη μετάφραση αναστέλλει τη συγγραφική ενασχόληση, όχι όμως επειδή μου κλέβει χρόνο, αλλά επειδή συχνά και αδυσώπητα μου πιστοποιεί την πατρότητα ιδεών που ώς τότε θεωρούσα ότι ήταν γνήσια τέκνα της δικής μου «οργής» και ότι είχα εγώ το χρέος να τις αναθρέψω. Ζηλεύω (πιο πολύ απ’ όσο ο Χάμπερτ Χάμπερτ τον Κουίλτι) κάθε σπουδαίο έργο που μεταφράζω, αλλά αυτή η ζήλια δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα έξαρσης ενός παράφορου έρωτα γι’ αυτό το, διαφορετικό κάθε φορά, γλαφυρό αντικείμενο του πόθου μου.
Ποιους συγγραφείς που μεταφράσατε έτυχε και να τους γνωρίσετε προσωπικά; Τι εντύπωση σας έκαναν;
Είχα την ευλογία να γνωρίσω τον Μπόρχες, σ’ εκείνη τη μυθική επίσκεψή του στην Κρήτη αφού πρώτα είχε διαπλεύσει τον καθρέφτη του Νάσου Βαγενά: ένας πράος, γοητευτικός άνθρωπος, συμφιλιωμένος με τη σοφία του. Εχω επίσης γνωρίσει τον Λουίς Σεπούλβεδα (άλλη συναρπαστική φυσιογνωμία, τον αφήνω να πιστεύει ότι μια μέρα θα μεθοκοπήσουμε παρέα στα καπηλειά της Παταγονίας) και τον ουλιπιανό στυλίστα gentilhomme Ερβέ Λε Τελιέ, θα ήθελα να έχω γνωρίσει τον Ζορζ Περέκ και ελπίζω να γνωρίσω κάποτε τον αγαπημένο μου Ζαν Εσνόζ και τον εκπληκτικό νεαρό Κολομβιανό Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες, που είχα την ευτυχία να ανακαλύψω και την τιμή να παρουσιάσω στο ελληνικό κοινό. Γενικά, ποσώς με απασχολεί αν ο συγγραφέας που μεταφράζω είναι ζωντανός ή νεκρός. Μου αρκεί να είναι ζωντανό το κείμενο.
Ποια είναι η μεγαλύτερη συγγραφική σας φιλοδοξία;
Να μη γράφω αυτά που θέλω να γράψω έτσι όπως θα τα έγραφα αν ήμουν χειρότερος συγγραφέας.
Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία;
Η ερώτησή σας θα έπαυε να είναι ψευτοδίλημμα μόνο αν μου την έθεταν με ένα πιστόλι στον κρόταφο. Θέλω να πω ότι αγαπώ τη λογοτεχνία, κάθε λογοτεχνία, ανεξάρτητα από το τι αναγράφεται στο διαβατήριό της, που κι αυτό, πάλι, ενδέχεται να έχει υποστεί παραχαράξεις: δεν μπορώ να φέρω στον νου μου πιο… αγγλοσάξονα συγγραφέα από τον Μπόρχες ή πιο… ευρωπαίο εκπρόσωπο του μαγικού ρεαλισμού από τον (Αργεντινό) Κορτάσαρ, ούτε μπορώ να μη σημειώσω πως ο Κόνραντ έγραψε όλα του τα βιβλία στα αγγλικά, ο Ναμπόκοφ επίσης στα αγγλικά τα καλύτερά του, και o Κούντερα στα γαλλικά τα χειρότερά του (αλλά αυτό ας το παραδώσουμε στη λήθη μ’ ένα γέλιο).
Τι είναι η λογοτεχνία;
Ισως η λογοτεχνία μπορεί να είναι (ή πρέπει να είναι ή δεν μπορεί παρά να είναι) κάτι που, χωρίς να κλείνει τα μάτια, κλείνει το μάτι στην πραγματικότητα. Εντέλει, αν η λογοτεχνία δεν είναι παιχνίδι, την έχουμε όλοι πολύ άσχημα.
Πώς ξεχωρίζει η καλή από την κακή λογοτεχνία;
Η καλή λογοτεχνία θέτει τα ερωτήματα. Η κακή λογοτεχνία τα απαντά.
Γεννηθήκατε λίγο μετά τον πόλεμο. Εχετε λοιπόν αίσθηση των ποικίλων όψεων της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Νιώθετε ότι τα πράγματα κάνουν κύκλους, λίγο σαν το βιβλίο σας, το «360», που αρχίζει και τελειώνει με δυστυχήματα και θανάτους;
Ο κύκλος της ζωής και του θανάτου τον οποίο, όπως σωστά επισημαίνετε, διαγράφει η αφήγηση της τελευταίας μου νουβέλας («360», 2013) δεν τέμνει παρά εν μέρει τον δαιμονικό κύκλο της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας μέσα στον οποίο ασφυκτιούμε όλοι. Αντίθετα, αυτό το αγαπημένο της Ιστορίας γεωμετρικό σχήμα αρμόζει περισσότερο, χάρη στην αμείλικτη εντέλειά του, να χαρακτηρίσει την απελπισία του ήρωα της προηγούμενης νουβέλας μου («Κωμωδία», 2010), του Δ.Χ., ο οποίος, τρομοκρατημένος από μια ξαφνική αυτεπίγνωση, ωθείται να διακυβεύσει την ώς τότε άχαρη ζωή του έναντι μιας ζωής (ή δύο; ή τριών;) του… δυνητικού παρελθόντος! Οι τέσσερις ζωές που περιγράφονται στη νουβέλα σαν τέσσερις ιστορίες με πολλά κοινά στοιχεία δεν είναι παρά τέσσερις από τις ζωές που θα μπορούσε να έχει ζήσει ένας Ελληνας μέσα σε αυτά τα χρονικά, γεωγραφικά και ιστορικά πλαίσια. Σε μια από αυτές τις ζωές, ο Δ.Χ. οικτίρει τη στιγμή που το γαλλικό προεδρικό αεροπλάνο προσγειώνει στην Ελλάδα όχι μόνο το αεροπλάνο με τον Εθνάρχη, αλλά και τις ελπίδες ενός ζαλισμένου λαού για μια ουσιαστική αλλαγή. Ποιος είναι ο Δ.Χ.; Μα ποιος άλλος; Το τρίτο πρόσωπο της αφήγησης ποτέ δεν στάθηκε άξιο να περιφρουρήσει την ανωνυμία του, να σεβαστεί το υπέρτατο πρόσχημα.
Τι γνώμη έχετε, από άποψη αισθητικής, για την ελληνική πολιτική σκηνή;
Τη χειρότερη.
Ο,τι και να πω επί της ουσίας θα είναι τουλάχιστον κοινότοπο. Περιορίζομαι να καταθέσω τη βαθύτατη θλίψη μου για το γεγονός ότι εδώ και αρκετά χρόνια είμαι πολιτικά ανέστιος. Η καταρχήν και κατ’ αρχάς ανθρωποκεντρική ιδεολογία μου αδυνατεί πλέον να συμπορευθεί με ένα πολιτικό σχήμα που εξακολουθεί να ομνύει στον Στάλιν, αποκαθιστά… μερικώς (!) τον Βελουχιώτη, συλλυπείται (!) για τον θάνατο ενός σχιζοφρενούς σφαγέα, θεωρεί τους ομοφυλόφιλους «ανήμπορους» και, με τη σειρά του, αδυνατεί να κοιταχτεί στον καθρέφτη, ακριβώς γιατί είναι φάντασμα.