Με την τοποθέτηση της νέας ηγεσίας των ευρωπαϊκών οργάνων αρχίζει ουσιαστικά μια νέα πενταετής περίοδος δράσης της ΕΕ. Περίοδος που χρειάζεται φρέσκιες ιδέες και νέες προσεγγίσεις. Το θεσμικό σύστημά της Ευρώπης, όπως έχει διαμορφωθεί, δεν επιτρέπει εύκολα το καινούργιο. Ανακυκλώνει το παλαιό και το τετριμμένο. Εμφανίζεται ξεκομμένο από την πολιτική πραγματικότητα, πολύ περισσότερο από τον παλμό και τη δυναμική της κοινωνίας. Δεν σκέπτονται πολιτικά και στρατηγικά.

Οι «Βρυξέλλες» δύσκολα καταλαβαίνουν τι ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα ή στη Λετονία, στη Μάλτα, στην Κύπρο ή στην Ιρλανδία και στη Ρουμανία. Οι πολιτικοί ηγέτες είναι εκ των πραγμάτων απορροφημένοι στη θεματολογία του κράτους-μέλους που υπηρετούν. Δύσκολα μπορούν να έχουν ευρύτερη πανευρωπαϊκή άποψη γι’ αυτό που συμβαίνει –και ελάχιστοι έχουν. Στα ευρωπαϊκά συμβούλια όπου συναντιούνται εκτελούν ένα καλά σκηνοθετημένο έργο, όπου ο καθένας εκφωνεί ένα προετοιμασμένο εκ των προτέρων κείμενο πάνω στα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Γνήσια πολιτική συζήτηση σπανίως γίνεται. Τα συμπεράσματα άλλωστε του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έχουν προετοιμασθεί εκ των προτέρων από την Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) και το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων (ΣΓΥ). Με λίγα λόγια, «όλα είναι καλά σκηνοθετημένα» και όλα λειτουργούν σε μια μοναστηριακή κουλτούρα όπου ο ένας θεσμός ανατροφοδοτεί τις απόψεις του άλλου.

Και όμως, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όταν ξεκίνησε στη δεκαετία του 1970 είχε ως κύριο αν όχι αποκλειστικό στόχο να φέρει σε ένα δωμάτιο τους πολιτικούς ηγέτες –τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων –για ελεύθερη ανταλλαγή πολιτικών απόψεων, για πολιτική συζήτηση χωρίς αυστηρή ημερήσια διάταξη, πρωτόκολλο και όλα τα «ηχηρά παρόμοια». Στην πορεία όμως τα πράγματα ξεστράτισαν. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έγινε τυπικός θεσμός της Ενωσης, γραφειοκρατικοποιήθηκε και επομένως γνήσια πολιτική συζήτηση στρατηγικού προσανατολισμού δεν γίνεται. Και δεν γίνεται όχι μόνο στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά δεν γίνεται ουσιαστικά σε κανένα όργανο/θεσμό της Ενωσης. Καν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Το τελευταίο, καθώς έχει αναδειχθεί σε «όργανο συν-νομοθέτης» στο σύστημα της ΕΕ, τείνει να χάσει την πολιτική του φυσιογνωμία και τον ρόλο του. Κάτι πρέπει να γίνει. Η πολιτική θα πρέπει να επανέλθει στο σύστημα της Ενωσης. Η Ενωση θα πρέπει να επανασυνδεθεί με την πολιτική και την κοινωνική πραγματικότητα και οπωσδήποτε οι πολιτικοί ηγέτες της θα πρέπει «να συνυπάρξουν πολιτικά», να βρεθούν και να συζητήσουν πολιτικά, χωρίς προετοιμασμένα συμπεράσματα και αυστηρή ημερήσια διάταξη. Το ερώτημα είναι πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, πώς θα μπορούσε δηλαδή να αναπτυχθεί ο πολιτικός διάλογος και η πολιτική ώσμωση πρωτίστως ανάμεσα στους πολιτικούς ηγέτες των κρατών-μελών της Ενωσης.

Ενα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτήν θα ήταν να θεσπισθεί μια εντελώς άτυπη συνάντηση των ηγετών μακριά από τις Βρυξέλλες για καθαρά πολιτική συζήτηση. Για τη μεγάλη εικόνα και το long-term. (Η «αποβρυξελλοποίηση» κάποιων διαδικασιών είναι απολύτως αναγκαία. Οι Βρυξέλλες τείνουν να ταυτιστούν με μια τεχνοκρατική, γραφειοκρατική, απρόσωπη προσέγγιση). Σε πρακτικό επίπεδο, θα μπορούσε να εξεταστεί η δυνατότητα η άτυπη αυτή συνάντηση κορυφής σε ετήσια βάση να πραγματοποιείται στην Ελλάδα είτε στο τέλος της διαπραγματευτικής περιόδου (Ιούνιος) είτε στην αρχή (Σεπτέμβριος). Η Ελλάδα θα μπορούσε, παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, να αναλάβει την πρωτοβουλία να εισηγηθεί μια τέτοια οργάνωση χωρίς αυτονόητα να αναλάβει και το οικονομικό της κόστος. Το κόστος θα μπορούσε να φέρει ο ιδιωτικός τομέας (κάποιες μεγάλες τουριστικές επιχειρήσεις π.χ.), τα κράτη-μέλη και βεβαίως η ίδια η Ενωση.

Η υλοποίηση μιας τέτοιας πρωτοβουλίας δεν είναι, φυσικά, εύκολη υπόθεση αλλά δεν μοιάζει και ανέφικτη. Η χώρα έχει τις προϋποθέσεις να φιλοξενήσει μια τέτοια συνάντηση προβληματισμού υψηλού επιπέδου. Με ένα προσεκτικά επεξεργασμένο σχέδιο και συστηματική προσπάθεια αλλά κυρίως με πολιτική βούληση σε ανώτατο επίπεδο θα μπορούσε να υλοποιηθεί με πολλαπλά οφέλη για τη χώρα.

Είναι σημαντικό ότι, ενώ η ανάγκη του πολιτικού προβληματισμού και της ώσμωσης στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ιδιαίτερα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναγνωρίζεται σήμερα σχεδόν καθολικά, απουσιάζει η πρωτοβουλία για την αναζήτηση τρόπων κάλυψης του εν λόγω κενού. Αργά ή γρήγορα όμως κάποιος θα λάβει την πρωτοβουλία. Μπορεί να είναι η Ελλάδα, ορθώνοντας λίγο τον εαυτό της πάνω από την καθημερινότητα της κρίσης; Εστω κι αν ορισμένοι θα ισχυριστούν «μα είναι τώρα ώρα για κάτι τέτοια».

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών