Θέλοντας και μη διάβασα όλες τις δηλώσεις πένθους για τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, το μάτι μου όμως κόλλησε σε μία, ειπωμένη μάλιστα από γνωστό κωμικό: «Ο Ρόμπιν κι εγώ ήμασταν πολύ καλοί φίλοι, υποφέραμε κι οι δύο από την ίδια, ελάχιστα γνωστή, πάθηση». Είναι στ’ αλήθεια τόσο «άγνωστη πάθηση» η κατάθλιψη; Αναλόγως από πού θα την κοιτάξεις. Μερικοί προτιμούν να μην τη βλέπουν καθόλου, άλλοι πάλι την καλοπιάνουν με υποκοριστικά και ευφημισμούς, αλλά δυστυχώς ούτε και μ’ αυτά πιάνεται φίλη. Ακόμη κι όταν ο ασθενής είναι «περιπατητικός» ή «λειτουργικός», η ζωή του δεν είναι καθόλου μα καθόλου περίπατος.

Αυτό ίσως είναι και η μεγάλη απάτη. Η απάτη του χιούμορ, της υπερβολικής δημιουργικότητας, της ακραίας ευαισθησίας, της τέχνης, της φιλοσοφίας, της μοναχικής ή της ηγετικής προσωπικότητας, του γοητευτικού κυνισμού και άλλων τέτοιων κατασκευών που από μακριά φαντάζουν σαν χαρίσματα ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα απεγνωσμένο by pass, μια αυτοσχέδια στεφανιαία παράκαμψη του ψυχικού πόνου.

Τα παλιά σκυλίσια χρόνια της ψυχοθεραπείας έμπαινα εύκολα στον πειρασμό. Σαν μαθητευόμενος μάρτυρας του Ιεχωβά με ένα πάκο «Ξύπνα» στη μασχάλη, χτυπούσα κλειστές πόρτες προπαγανδίζοντας έναν σωσμό που κι εγώ ακόμη δεν ήμουν καθόλου σίγουρη αν τον επιθυμούσα. Ποια θα ήμουν χωρίς τις αποτρόπαιες χάρες μου; Θα με αγαπούσαν άραγε ή θα μου γύριζαν την πλάτη όταν με το καλό γινόμουν κι εγώ ένας ευτυχισμένος βλαξ; Ξόδεψα μια περιουσία σε αισθήματα κι άλλη τόση σε ναρκισσιστικά διλήμματα, να πέσω ή να μην πέσω στη λιμνούλα; Ευτυχώς, μου έκανε σήμα ο βάτραχος. Βρεκεκέξ κουάξ κουάξ, μου εξήγησε στη γλώσσα του τι ωραία που περνάει τώρα που δεν είναι πια πρίγκιπας.