Οσες φορές και να αναφερθεί η Καβάλα ως το μεγαλύτερο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας ή ως το σημαντικότερο λιμάνι της, όσες φορές και να εξαρθεί για το αμφιθεατρικό της χτίσιμο στις υπώρειες υψωμάτων που αποτελούν τη βορειοανατολική προέκταση του όρους Σύμβολο στον μυχό ενός μικρού κόλπου, θα μένει πάντα χαρακτηρισμένη, για όσους τουλάχιστον «ξέρουν», από τη σελίδα ενός δεκαεπτάχρονου αγοριού που απευθύνεται στην καπνεργάτισσα μάνα του προτού το πάνε για εκτέλεση.

Τι παράξενο στ’ αλήθεια πράγμα και η ζωή και η Ιστορία! Να υψώνει η δεύτερη μνημεία για να κάνει αλησμόνητο το πέρασμα ανθρώπων που θεώρησαν ότι ο έρωτάς τους ή η μεγαλοφυΐα τους δεν πρέπει να μείνει χωρίς αποδεικτικά στοιχεία μέσα στους αιώνες, και τελικά να ξεπετάγεται και να κεντρίζει τη συνείδησή μας μια ταπεινή σελίδα γραμμένη με το αίμα της καρδιάς ενός εφήβου.

Δεν είναι όμως ώρα για αινίγματα. Ο δεκαεπτάχρονος νεαρός είναι ο μετέπειτα συγγραφέας Χρόνης Μίσσιος –αν υπάρχουν πολλοί που μπορεί να μη γνωρίζουν το αφήγημά του «Χαμογέλα ρε… τι σου ζητάνε», δεν υπάρχει ούτε ένας που να μην έχει ακούσει για το πρώτο του αφήγημα «… καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Δεν ήταν νεαρός ο Χρόνης Μίσσιος όταν δημοσίευσε το βιβλίο αυτό, το 1985.

Γεννημένος στην Καβάλα το 1930, από γονείς που ήταν καπνεργάτες, θα ζήσει τα παιδικά του χρόνια στη συνοικία Ποταμούδια, μια περιοχή γεμάτη πρόσφυγες καπνεργάτες και παράνομους κομμουνιστές που είχε κυνηγήσει η δικτατορία του Μεταξά. Στη διάρκειά της η οικογένειά του θα καταφύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Χρόνης Μίσσιος θα δουλέψει ως μικροπωλητής με κασελάκι στο λιμάνι.

Εχει αρχίσει ήδη να δημιουργείται ο συγκλονιστικός αφηγητής. Για όποιον θα αντέτεινε ότι αν δεν είχε ζήσει ο Μίσσιος όσα έζησε δεν θα τον γνωρίζαμε ποτέ ως συγγραφέα, δεν αντιλαμβάνεται πως η ένσταση αυτή είναι και το μεγαλείο του. Ενας συγγραφέας στη ζωή του όσα βιβλία και να γράψει, ουσιαστικά ένα είναι –στην καλύτερη περίπτωση –το βιβλίο που θα τον διατηρήσει στη μνήμη των μεταγενέστερων.

Ο Μίσσιος «ευτύχησε» να έχει μια ζωή που με το ένα του αυτό βιβλίο την ύψωσε σε έργο τέχνης. Οσο και αν θα ευχόταν τα χρόνια που ζούσε τις απίστευτες περιπέτειές του να μην του είχαν επιφυλαχθεί, ακόμη κι αν το αντίτιμο θα ήταν να μην έχει γίνει συγγραφέας πασίγνωστος και αγαπητός. Υπάρχει μια σοφή οικονομία όσο και να φαίνεται απαράδεκτη και απάνθρωπη. Μια οικονομία που θέλει, ενώ δεν είχαμε υπολογίσει στα βάσανα και στα βασανιστήρια που θα μας προκαλέσουν οι άλλοι, εμείς με την τέχνη να τα μετατρέπουμε σε ευλογία, σαν να είμαστε εμείς οι ίδιοι που τα επιλέξαμε.

Ετσι ώστε να μην μπορεί να αποφασίσει κανείς ποιος είναι ο ευτυχέστερος: ο άνθρωπος που ξενυχτάει σε ένα νοσοκομείο δίπλα σε ένα αγαπημένο του πρόσωπο ή ο άλλος που ναρκωμένος σε μια παραλία με μισόκλειστα μάτια χαίρεται τον ήλιο;

Ο Μίσσιος, σχεδόν παιδί, επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη μετά την Απελευθέρωση (είχε σταλεί από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής) θα οργανωθεί στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 (δεκαεπτά χρονών ήδη!) θα συλληφθεί, θα βασανιστεί και θα καταδικαστεί σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο. Ενώ έζησε εννιά μήνες περιμένοντας να εκτελεστεί, γλιτώνοντας τελικά τον θάνατο χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός, θα γράψει στο «… καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς»:

«Αλλά σου έλεγα για τις λαχτάρες που έκανα στη μάνα μου. Οταν, που λες, είσαι για εκτέλεση έχεις κάθε μέρα επισκεπτήριο. Ηρθε η κακομοίρα η μάνα μου την πρώτη μέρα να με δει.

Για να πάω στο στρατοδικείο, μου είχαν φέρει ένα κουστούμι του αδερφού μου γιατί εγώ δεν είχα καλά ρούχα. Αφού είδα τη μάνα μου, την αγκάλιασα, της λέω, κοίτα να δεις, αύριο που θα ‘ρθεις να μου φέρεις τα παλιά μου τα ρούχα να φορέσω, γιατί, αφού μεθαύριο θα με σκοτώσουν, να μην πάει τζάμπα και το κουστούμι.

Μπαμ η μάνα μου κάτω, ξερή. Οχι, δεν το έκανα επίτηδες, τα είχα χαμένα κι εγώ ο φουκαράς, δεν ήξερα τι να της πω όπως σπάραζε στην αγκαλιά μου… Το κακό είναι πως ποτέ δεν μπόρεσα να της εξηγήσω μερικά πράγματα, όπως να πούμε πόσο πολύ την αγαπούσα και τι καταφύγιο ήταν για μένα στα μεγάλα μου ζορίσματα». Πόσοι γενναίοι άνδρες που δεν τους τρόμαζε ο θάνατος δεν λιγοψύχησαν μπροστά στον φόβο μην τυχόν το μάθει η μάνα τους και δυστυχήσει;

Ο νέος αυτός, που οι περιπέτειές του δεν τελείωσαν με την εκτέλεση που δεν έγινε, ανδρώθηκε και ωρίμασε με τη φυλακή και την εξορία (Αϊ-Στράτης και Μακρόνησος) ώς το 1962 –είναι πια 32 χρονών. Ενα διάλειμμα ελευθερίας για πέντε χρόνια ως στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη και, τέλος, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Πόσο ειδυλλιακά ακούγονται σήμερα γεγονότα που δεν υφίστανται πια, αλλά και πόσο πληρωμένα με αίμα ώστε θα έκαναν έναν κομμουνιστή να επαναλάβει ως δικό του αυτό που είπε ο Γιώργος Θεοτοκάς στον Αγγελο Τερζάκη, μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου: «Χορτάσαμε από Ιστορία».

Αν είχε χορτάσει από Ιστορία ο Χρόνης Μίσσιος και ήθελε να διαμαρτυρηθεί γιατί είχε ογκώσει, όφειλε να ακολουθήσει τη «φυσική» συνέχεια της ζωής του, που ήταν για τα έξι από τα επτά χρόνια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου οι φυλακές του Αβέρωφ, της Κέρκυρας και του Κορυδαλλού. Μετακινήσεις που έχουν ως αποτέλεσμα να περνά αστραπιαία από το μυαλό του η Καβάλα, κυρίως το πρόσωπο ενός καθοδηγητή, του μαστρο-Νίκου: «Ηταν τότε με τη μεγάλη οικονομική κρίση. Οι καπνέμποροι χαμήλωναν τα μεροκάματα και κάνανε απολύσεις, και οι καπνεργάτες βρίσκονταν σε αναβρασμό. Σε μια συγκέντρωση βγαίνει ο μαστρο-Νίκος να μιλήσει. Ηξερε περίπου τι είναι οικονομική κρίση, αλλά δεν ήξερε και πώς να τα πει. Λέει, λοιπόν, συνάδερφοι και συναδέρφισσες, ξέρετε τι είναι η οικονομική κρίση; Οοοοχι! Οικονομική κρίση είναι ένα μεγάλο παλούκι που έχουν οι καπνέμποροι στον κώλο τους και θέλουν να το βγάλουν από τον δικό τους κώλο και να το βάλουν στον δικό σας. Θέλετε; Ποιος το ‘θελε; Ετσι οργανώθηκε μια από τις μεγαλύτερες απεργίες στην Καβάλα».