Μικρό χωριό η Αθήνα, στα πολλά τα σούρτα – φέρτα τότε κι εμείς, δεν αποκλείεται να έχω κι εγώ συναντήσει τον Μιχαλολιάκο, γιατί όχι; Αφού δεν το θυμάται αυτός, θα το θυμηθώ εγώ. Σπάω το κεφάλι μου πότε και πού. Μου λένε εδώ κάτι φίλοι ότι μπορεί και να ήταν το ’78, λίγο πριν καταδικαστεί ως προμηθευτής εκρηκτικών υλών για τον βομβισμό του κινηματογράφου Ελλη. Αποκλείεται, παιδιά μου, αποκλείεται. Ενας λόγος παραπάνω που το σοβιετικό σινεμά το είχα κόψει νωρίτερα, σχεδόν ταυτόχρονα με το «Φράουλες και αίμα», όπως άλλωστε και τα πηγαδάκια έξω από το Πολυτεχνείο. Κάπως έτσι έχασα πολλές χρήσιμες για την κατοπινή ζωή μου γνωριμίες, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας. Κάτι πήρε τ’ αυτί μου και για συναπαντήματα σε βουλευτικές τουαλέτες, αλλά εγώ σε WC ανδρών δεν μπαίνω, δεν πάει να έχω φτάσει στο αμήν. Να μπήκαν άραγε αυτοί σε γυναικείες, θα τους είχα ξεφωνίσει, οπότε πάμε πάλι απ’ την αρχή.

Περπατώντας τη διαδρομή μου από την ανάποδη νομίζω ότι κάτι βρήκα, αλλά και πάλι δεν μου ταιριάζουν τα ονόματα. Πώς γίνεται φερ’ ειπείν να τον αποκαλώ «Χρηστάρα» ενώ στην πραγματικότητα τον λένε αλλιώς; Oπως και να ‘χει, τότε περνούσε κόσμος πολύς και αφελής από του Μπακάκου, όποιον δεν ήθελες εκεί τον έβρισκες. Φοιτηταριό εξ επαρχίας, ποιητές, τάχα, ζωγράφοι, μουσάτοι, μαγκάτοι, πονηρούλες κυριούλες, μα και υπηρετριούλες, λολίτες, γυναικάκια, μίνι, μάξι και σορτσάκια, άγχος τάχα κι αγωνία, ένα παγωτό στα τρία. Σ’ αυτόν τον συρφετό ή στον παραδίπλα, μ’ έσπρωξες, με ξενύχιασες, μου έχωσες αγκωνιά και δεν έβγαλα κιχ. Με θυμήθηκες τώρα; Γιατί εγώ δεν θέλω να με θυμάμαι.