Το 1944 το Ηνωμένο Βασίλειο, στις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πάσχιζε να βρει έναν τρόπο να διευρύνει τη φορολογική βάση και εν τέλει να κάνει όλους τους φορολογούμενους να αποδίδουν στο Δημόσιο τους φόρους που τους αναλογούν.

Ανατέθηκε στον σερ Πολ Τσέμπερς, ο οποίος ήταν τότε επικεφαλής του τμήματος Στατιστικής και Πληροφοριών της αντίστοιχης – ελληνικής σημερινής – Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, να βρει τον τρόπο. Και κατέληξε στο σύστημα Pay Αs Υou Εarn (PAYE), την παρακράτηση δηλαδή των οφειλόμενων φόρων από τον εργοδότη παράλληλα με την καταβολή του μισθού.

Η εξέλιξη των δημοσίων εσόδων ήταν εντυπωσιακή. Οπως προκύπτει από τα αρχεία του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών, το 1939, ο βασικός φορολογικός συντελεστής ήταν 29% με ανώτατο συντελεστή 41% για όσους είχαν εισοδήματα πάνω από 50.000 στερλίνες. Δέκα εκατομμύρια φορολογούμενοι ήταν υποκείμενοι σε φόρο και τα συνολικά έσοδα από φόρο εισοδήματος έφταναν τα 400 εκατ. στερλίνες.

Με την καθιέρωση του συστήματος PAYE η φορολογική βάση διευρύνθηκε στα 14 εκατ. φορολογουμένων και τα έσοδα ξεπέρασαν τα 1,4 δισ. στερλίνες. Εβαλε το χεράκι της βέβαια και η αύξηση των συντελεστών σε συνδυασμό με την κατάργηση φοροαπαλλαγών. Σήμερα το σύστημα PAYE εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο σε κάθε πληρωμή μισθού ή αποζημίωσης, εφόσον υπερβαίνει σε ετήσια βάση τις 10.000 στερλίνες. Οι εργοδότες, σύμφωνα με  τις οδηγίες του υπουργείου Οικονομικών, παρακρατούν σε μηνιαία βάση τους οφειλόμενους φόρους εισοδήματος από τους μισθούς των εργαζομένων και τους αποδίδουν επίσης σε μηνιαία βάση στο υπουργείο Οικονομικών. Αντίστοιχα συστήματα εφαρμόζονται σήμερα στην Ιρλανδία και τη Νέα Ζηλανδία ενώ με παραλλαγές το σύστημα PAYE εφαρμόζεται σήμερα στην Αυστραλία (Pay As You Go), στον Καναδά, στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.