Τα πράματα είναι απλά. Για όλα υπάρχει λύση. Δυσκολεύεται, ας ‘ούμε, το Γηροκομείο Βόλου; Δεν έχει, ας ‘ουμε, να πληρώσει το νερό; Δεν πειράζει, θα το κανονίσει ο κύριος Αχιλλέας. Θα πάρει τηλέφωνο τους «καλλιτέχνες, με τους οποίους έχει γνωριμίες» να τους πει να ‘ρθουν στον Βόλο να τραγουδήσουν αφιλοκερδώς για δυο ωρίτσες… Πρόβλημα πάπαλα. Λύση ο Μπέος.

Οχι, δεν είναι πλάκα. Ετσι εκτυλίσσεται τους τελευταίους μήνες η δημόσια ζωή σε ένα από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας. Χωρίς καν τις επικοινωνιακές φροντίδες του πειραϊκού μπερλουσκονισμού. Χωρίς ρετούς.

Η δύναμη που καλπάζει δημοσκοπικά δεν έχει ανάγκη τις διαμεσολαβήσεις γιατί η απήχησή της βασίζεται ακριβώς σε αυτό: στην ωμότητα. Στον αγοραίο αντισυστημισμό που αποσκορακίζει τους πολιτικούς από την κερκίδα της αγανάκτησης: αεριτζήδες, απατεώνες, ψευτοπροοδευτικοί, σαπιοκατεστημένοι, δηθενοπαραμυθατζήδες. Ετσι ξηγιέται ο υποψήφιος. Οσο πιο ωμά τόσο πιο ψηλά.

Θα πεις, έχει την πλάκα του αυτό που συμβαίνει στον Βόλο. Από την ασφάλεια της απόστασης μπορεί κανείς να το απολαύσει σαν ιλαροτραγική γραφικότητα. Ομως, ο Βόλος δεν είναι μακριά. Το σχήμα είναι οικείο: η κοινωνία φαντάζεται ότι διορθώνει τα προηγούμενα λάθη της τιμωρώντας τους πολιτικούς που επέλεξε, ενώ στην πραγματικότητα τιμωρεί τον εαυτό της. Δεν εκδικείται το «σύστημα». Αυτοκτονεί πολιτικά, σαν να μην αντέχει άλλο το βάρος της δημοκρατικής ευθύνης. Σαν να μην μπορεί πια να συγκροτηθεί ως συλλογικό υποκείμενο.

Οχι, δεν είναι τοπικό αυτό που συμβαίνει στον Βόλο. Ετσι αγρίεψε παντού το ματσάκι. Με τον «μεσαίο» μιλημένο και τους «πλαϊνούς» πιασμένους. Με την κοινωνία στα κάγκελα να ουρλιάζει, αλλά να μην μπορεί πια να ακούσει ούτε τη φωνή της.