Η χθεσινή αλλαγή φρουράς στη θέση του γενικού γραμματέα της Κυβέρνησης, με την παραίτηση – αποπομπή του Τάκη Μπαλτάκου και την αντικατάστασή του από τον επίτιμο αρεοπαγίτη Φώτη Καϋμενάκη, επαναφέρει την ενδοκυβερνητική κρίση που είχε ξεσπάσει πριν από έναν χρόνο με φόντο το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, που έγινε γνωστό ως «σχέδιο Ρουπακιώτη».

Ενα νομοσχέδιο που έφτασε μέχρι την πόρτα του Μεγάρου Μαξίμου αλλά ποτέ δεν έγινε νόμος του κράτους. Ηταν λίγο πριν από το Πάσχα όταν το «Βήμα της Κυριακής» είχε δημοσιεύσει τις πρώτες πληροφορίες για το αντιρατσιστικό με το οποίο γινόταν προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα νέο τοπίο για την αυστηρότερη τιμωρία των ρατσιστικών εγκλημάτων.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ. Το σχέδιο νόμου είχε καταρτιστεί επί των ημερών των πρώην υπουργών Δικαιοσύνης Χάρη Καστανίδη και Μιλτιάδη Παπαϊωάννου. Το κείμενο που προωθήθηκε επί τρικομματικής κυβέρνησης, πριν δηλαδή από την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ και προκάλεσε πολιτική τρικυμία, στηρίχτηκε στη βάση του κειμένου εκείνου που είχε κατατεθεί και παλαιότερα στη Βουλή.

Ωστόσο, όπως λένε όσοι γνωρίζουν, σε αυτό είχαν συμπεριληφθεί και προτάσεις που εισηγήθηκε στη Νομική Επιτροπή Δικαστών του υπουργείου ο τότε υφυπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Καραγκούνης, ο οποίος εκπροσωπούσε εκείνη την περίοδο το γαλάζιο στρατόπεδο στο υπουργείο Δικαιοσύνης.

Εχοντας αυτό στο μυαλό του, ο τότε υπουργός Αντώνης Ρουπακιώτης θεωρούσε ότι η ΝΔ δεν θα αντιδρούσε στην προώθηση του νόμου· λογάριαζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο: το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο δεν πέρασε τις εξετάσεις της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής (ΚΕΝΕ).

Τα μέλη της Επιτροπής, όχι μόνον είχαν κρίνει επαρκές το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, αλλά εξέφραζαν παράλληλα ενστάσεις αντισυνταγματικότητας για το επίμαχο νομοθετικό κείμενο. Πρόεδρος της ΚΕΝΕ ήταν ο επίτιμος αρεοπαγίτης και δικαστής εγνωσμένου κύρους Φώτης Καϋμενάκης, ο οποίος κατά μία σατανική σύμπτωση διαδέχεται τον Τάκη Μπαλτάκο στη θέση του γενικού γραμματέα της Κυβέρνησης.

Το ΠαΣοΚ, με αφορμή το κόψιμο του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, είχε επιτεθεί κατά της ΚΕΝΕ, αφήνοντας υπονοούμενα ότι η γνωμοδότηση είχε υπαγορευτεί από το κυβερνητικό επιτελείο.

Πολλοί μάλιστα τότε έσπευσαν να μιλήσουν για μάχη παρασκηνίου, αποδίδοντας καθοριστικό ρόλο στον Τάκη Μπαλτάκο, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπαν τον άνθρωπο που κατάφερνε να κινεί νήματα και στη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή .

Η γνωμοδότηση της ΚΕΝΕ είχε προκαλέσει την έντονη αντίδραση και της ΔΗΜΑΡ, με αποκορύφωμα τη σκληρή ενδοκυβερνητική κόντρα ανάμεσα στον τότε γενικό γραμματέα της Κυβέρνησης Τάκη Μπαλτάκο και τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό Δικαιοσύνης Αντώνη Ρουπακιώτη. Και αυτό γιατί λίγες μέρες πριν, αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες διεμήνυαν προς πάσα κατεύθυνση ότι η κυβέρνηση είχε σαφές χρονοδιάγραμμα για την όσο το δυνατόν συντομότερη θέσπιση ενός νέου αντιρατσιστικού νόμου και την αναβάθμιση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου.

Την Παρασκευή 10 Μαΐου 2013, αφού είχαν μπει και οι τελευταίες πινελιές στο νομοσχέδιο, ο Αντώνης Ρουπακιώτη το απέστειλε προς ενημέρωση στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, στον υπουργό Επικρατείας και στους αρχηγούς ΠαΣοΚ και ΔΗΜΑΡ. Το νομοσχέδιο διαβιβάστηκε στην ΚΕΝΕ χωρίς αλλαγές, γεγονός που, όπως έλεγαν τότε κύκλοι του υπουργείου Δικαιοσύνης, καταδείκνυε τη σαφή πρόθεση της κυβέρνησης να το προχωρήσει μέχρι τέλους. Πριν όμως στεγνώσει το μελάνι, το σκηνικό άλλαξε άρδην. Το νομοσχέδιο μπήκε στο ψυγείο, γεγονός που μέτρησε στην τελική επιλογή Κουβέλη για έξοδο από την κυβέρνηση.

Λίγες ημέρες αργότερα με αποκλίσεις που όμως δεν συνιστούσαν αγεφύρωτες διαφορές κατατέθηκαν στη Βουλή ξεχωριστά κείμενα με τις προτάσεις νόμου για την τιμωρία των ρατσιστικών εγκλημάτων: το ένα της ΝΔ και το άλλο από ΠαΣοΚ – ΔΗΜΑΡ.

Σημαντική λεπτομέρεια: Οταν η μάχη παρασκηνίου για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο – με επίκεντρο το Μέγαρο Μαξίμου – βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, δεν υπήρχε στον ορίζοντα ανοικτό δικαστικό μέτωπο για τη Χρυσή Αυγή. Και ο Τάκης Μπαλτάκος ήταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.