Eχω κι εγώ μια τέτοια φωτογραφία σαν κι αυτή του Σταύρου Θεοδωράκη, με τη διαφορά ότι ήμουν καμιά σαρανταριά χρόνια μικρότερη κι αντί για αγελάδα κοίταζα με ενδιαφέρον μια κατσίκα. Συφοριάστηκε η μάνα μου όταν είδε πόσο κοντά στο κέρατό της στεκόμουν, ανησύχησε κιόλας μην πίνω το γάλα κατευθείαν απ’ το μαστάρι χωρίς προηγουμένως να έχει υποστεί βρασμό. Στο χωριό με είχε στείλει με «δυσμενή» ο πατέρας μου από φόβο μην του γίνω παιδί της πόλης ανέγγιχτο από τα ωραία της ζωής και της φύσης και αναλόγως καλά τα κατάφερα. Οχι πως δεν είχαμε και στην Καλαμάτα υπολείμματα του αγροτικού ιδεώδους. Απεναντίας, συνυπήρχαν αρμονικότατα με τη χαρούμενη αστικοποίηση της δεκαετίας του ’60, απόδειξη το γαϊδούρι της γειτόνισσας που πάχνιζε, θυμάμαι, δίπλα στο παρκαρισμένο Opel Caravan, συμβολο ευημερίας εκείνης της εποχής.

Στο σπίτι ακούγαμε Ελβις Πρίσλεϊ, στον τοπικό ραδιοσταθμό Σπύρο Ζαγοραίο και στο παράρτημα του Εθνικού Ωδείου τον ουγγρικό χορό νούμερο 5 του Μπραμς. Είναι να μη σε κουτουλήσει η κατσίκα;

Δεν ξέρω αν γίνονται έτσι επιθετικές και οι αγελάδες όταν παρερμηνεύει κανείς τις διαθέσεις τους, εμένα και στις αδερφές μου πάντως μας την έπεσε ένας κόκορας που μας τον είχε φέρει ο πατέρας μας σπίτι για να προωθήσει την επαφή μας με τη φύση που σας ελεγα και παραπάνω. Τι να σου κάνουν τρία παιδάκια μεγαλωμένα με βιβλία, παρτιτούρες και δισκάκια σαράντα πέντε στροφών; Τον πιάνουμε λοιπόν και μ’ ένα σκοινί του δένουμε στην πλάτη όλα μας τα σχολικά. Μας έβαλε σιχτιρίζοντας βάμμα ιωδίου και καλού κακού μας έμπηξε κι από έναν αντιτετανικό. «Τα φορτώσαμε στον κόκορα, μπαμπά» εξηγούσαμε, τα μαλ…