Παρίσι, 1987

«- Μα τι κάνεις; Τι είναι αυτό;

Πρόκειται για το ίδιο ακριβώς ερώτημα που δεν σταματάει να θέτει στον εαυτό του ο Φιλίππο, αφότου άρχισε να καθαρογράφει το πρόχειρό του.

-Γράφω.

-Το βλέπω, αλλά τι γράφεις;

Ο Φιλίππο δεν απαντάει αμέσως, σκέφτεται και εκφέρει τέσσερις λέξεις που, προφανώς, φρόντισε να προφέρει σωστά:

-Γράφω την ιστορία μου.

-Δηλαδή είσαι συγγραφέας;»

Νυχτοφύλακας στον ουρανοξύστη της Αλμπασίρ στην Ντεφάνς, ο Φιλίππο Τζουλιάνι μιλάει ελάχιστα γαλλικά. Κι ενώ ο ηλικιωμένος συνάδελφός του βλέπει τηλεόραση, ξεφυλλίζει παλιά περιοδικά, λύνει σταυρόλεξα, τρώει γλυκά και λαγοκοιμάται, εκείνος γράφει κάθε βράδυ για να μη βυθιστεί στην κατάθλιψη.

«Εμαθε να γράφει στη φυλακή, όχι από τα βιβλία. Εμαθε πρώτα να ακούει, λέει, τους πολιτικούς κρατουμένους που διηγούνταν τις ελπίδες τους, τα κατορθώματά τους, τις ήττες τους. Εμαθε να αγαπάει επίσης τη γλώσσα που μιλούσαν αυτοί οι άνθρωποι, γλώσσα υπέροχη γιατί παλλόταναπό πάθος και απελπισία, κι αυτό την έκανε γοητευτική. Ακούγοντάς τους έμαθε τον τρόπο τους να οικοδομούν μια αφήγηση. Εφερε στη σκέψη του όλους αυτούς τους κρατουμένους όταν άρχισε να γράφει. Και ήταν τόσο εύκολο» γράφει η Ντομινίκ Μανοτί για τον Φιλίππο, τον κεντρικό ήρωα του τελευταίου της βιβλίου.

Πριν να γίνει συγγραφέας ο Φιλίππο Τζουλιάνι ήταν ένα αγράμματο κλεφτρόνι στη Ρώμη.Στα 23 του καταλήγει στη φυλακή και για έξι μήνες μοιράζεται το στενό κελί του με έναν πολιτικό κρατούμενο, τον Κάρλο Φεντέλι, ιστορικό στέλεχος των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Μορφωμένος προλετάριος, βιομηχανικός εργάτης στο Μιλάνο και άριστος ρήτορας, ο Κάρλο διηγείται ασταμάτητα τις αναμνήσεις του από τις εργατικές εξεγέρσεις και ο Φιλίππο τον θαυμάζει απεριόριστα.

Μια ημέρα θα καταφέρουν οι δυο τους να αποδράσουν με τρόπο κινηματογραφικό, πηδώντας μέσα στον κάδο του απορριμματοφόρου των φυλακών. Μπορεί να έχουν συνδεθεί στενά, σύντομα όμως οι δρόμοι τους θα χωρίσουν. Ο Κάρλο βιάζεται να ξεφορτωθεί τον νεαρό ποινικό. Του δίνει ένα σακίδιο με καθαρά ρούχα, τρόφιμα, χρήματα και έναν φάκελο με το όνομα μιας φίλης του που ζει στο Παρίσι. Προδομένος, παρατημένος, μόνος του μέσα στα βουνά, ο Φιλίππο ξεκινάει με τα πόδια για τον Βορρά. Τρεις εβδομάδες αργότερα θα διαβάσει στα πρωτοσέλιδα ότι ο Κάρλο σκοτώθηκε σε μια απόπειρα ληστείας στο υποκατάστημα της τράπεζας Πεδεμοντίου – Σαρδηνίας στο Μιλάνο.

Στις εφημερίδες υπάρχει και η δική του φωτογραφία, για να γλιτώσει λοιπόν τη σύλληψη καταφεύγει στη Γαλλία, όπου βρίσκει τη Λίζα Μπιάγκι.Η αγαπημένη του Κάρλο, πρώην δημοσιογράφος της «Ουνιτά» και μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών επίσης, τον γνωρίζει στη γιατρό Κριστίνα Πιρότζι -δουλεύει ως γραμματέας της –κι εκείνη του νοικιάζει μια γκαρσονιέρα και του βρίσκει δουλειά.

Εκτοτε οι δύο γυναίκες, όπως και όλοι οι ιταλοί πολιτικοί εξόριστοι που έχουν βρει καταφύγιο στο Παρίσι, αποφεύγουν τον νεαρό. Τι δουλειά έχει ένας αγράμματος μικροκακοποιός ανάμεσα σε διανοουμένους της Αριστεράς; Ο Φιλίππο ερωτεύεται την Κριστίνα και αποφασίζει να γίνει συγγραφέας για να την εντυπωσιάσει. Και τα καταφέρνει καθώς το βιβλίο του γνωρίζει αμέσως τεράστια επιτυχία.

Το πορτρέτο του Φιλίππο, που αποδεικνύεται μια προσωπικότητα πολύ πιο σύνθετη από ό,τι εμφανίζεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, αλλά και το πώς χρησιμοποιεί την αλήθεια για να γράψει το μυθιστόρημά του τραβάνε αμέσως την προσοχή του αναγνώστη. Οπως κάθε συγγραφέας, εξάλλου, ο Τζουλιάνι είναι μυθομανής.

Ακριβώς αυτή η μυθομανία, το γράψιμο ως άσκηση της φαντασίας και της δημιουργικότητας του συγγραφέα σε ένα περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη του ονείρου –αυτό των εμιγκρέδων που ζουν εξόριστοι στο Παρίσι, αποκομμένοι από την πατρίδα τους –είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Η επινοημένη αφήγηση, όμως, μπορεί να αγγίζει την πραγματικότητα περισσότερο από ό,τι η επίσημη αλήθεια σε ένα σύμπαν όπου μετανοημένοι και αμετανόητοι αγωνιστές της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς διασταυρώνονται με διπλούς ή τριπλούς πράκτορες, με την Ορντινε Νουόβο και τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες.

Σε κάποιους, η ιστορία της «Απόδρασης» θα υπενθυμίσει ίσως την ιστορία του Τσέζαρε Μπατίστι, ιταλού ακτιβιστή ο οποίος απέδρασε το 1981 από τη φυλακή, όπου περίμενε να δικαστεί για τέσσερις δολοφονίες που κατηγορήθηκε ότι είχε διαπράξει τη δεκαετία του 1970. Ο Μπατίστι κατέφυγε στη Γαλλία, δούλεψε ως επιστάτης, ξεκίνησε καριέρα συγγραφέα και όπως ο Φιλίππο δίχασε την κοινότητα των ιταλών εμιγκρέδων. Στη συνέχεια βρέθηκε στο Μεξικό και από εκεί στη Βραζιλία που αρνήθηκε να τον εκδώσει στην Ιταλία.

Η Μανοτί, μαρξίστρια με μεγάλη εμπειρία, προτείνει όμως κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή επίκληση της ιστορίας του Μπατίστι. Ο τίτλος του βιβλίου της εξάλλου –και ταυτόχρονα τίτλος του μυθιστορήματος που γράφει ο Φιλίππο –έχει διπλή έννοια. Ο νεαρός κλέφτης αποδρά από τη φυλακή αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό. Και με τη βοήθεια του εκδοτικού μάρκετινγκ, από ασχημόπαπο μεταμορφώνεται σε έναν ωραίο κύκνο που εισχωρεί με άνεση στους παριζιάνικους λογοτεχνικούς κύκλους. Το τίμημα, όμως, θα είναι μεγάλο και το τέλος του δραματικό.

Αβάντι πόπολο

Κι αν το βιβλίο ήταν μουσική; «Θα ήταν ένα τραγούδι, αυτό που τραγουδάνε οι ιταλοί παρτιζάνοι: Avanti popolo, la bantiera rossa triumfera. Με πολύ πόνο και πίκρα» απαντάει σε συνέντευξή της η Ντομινίκ Μανοτί για το τελευταίο της έργο, που αναπτύσσεται με καμβά τα μολυβένια χρόνια της Ιταλίας και τις περίπλοκες γαλλοϊταλικές σχέσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Σύντομο, γραμμένο με φράσεις κοφτές και περιεκτικές στο στυλ του Τζέιμς Ελρόι, δεν είναι ακριβώς ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά ένα πολιτικό νουάρ στα χνάρια των Ζαν Πατρίκ Μανσέτ και Ζαν Κλοντ Ιζό, πολύ καλά τεκμηριωμένο, όπως άλλωστε συνηθίζει η βραβευμένη γαλλίδα συγγραφέας.

Η Ντομινίκ Μανοτί – κατά κόσμον Μαρί Νοέλ Τιμπό – έγινε γνωστή στο ελληνικό κοινό από το βιβλίο της «Εντιμότατη εταιρεία» (εκδόσεις Πόλις). Ιστορικός ειδικευμένη στην οικονομική ιστορία του 19ου αιώνα, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Paris VII, με πλούσια πολιτική και συνδικαλιστική δράση και εδώ και δέκα χρόνια γιαγιά, γεννήθηκε το 1942 στο Παρίσι. Στρατευμένη και η ίδια στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, πολιτικοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του γαλλοαλγερινού πολέμου, απογοητεύτηκε στη συνέχεια και πριν από 15 χρόνια άφησε την ενεργό δράση για χάρη της γραφής. Και το δηλώνει ξεκάθαρα με μια φράση που βάζει στο στόμα της ηρωίδας της Λίζα Μπιάγκι στο τέλος της «Απόδρασης»: «Ναι, τα παρατάω. Αυτή η μάχη έχει χαθεί. Αν θέλω να σώσω το παρελθόν μας, μου απομένει μόνο ένα πράγμα: να γράψω μυθιστορήματα».