ΤΟ 2002 το ΠαΣοΚ επιστράτευσε τη Φώφη Γεννηματά ως υποψήφια για την υπερνομαρχία –τότε –Αθηνών-Πειραιώς. Το «στόρι» ήταν το γνωστό. Κυβέρνηση ευρισκόμενη στο μέσον της θητείας της –το γνωστό στους Αγγλοσάξονες mid-term –έκανε τη γνωστή κοιλιά. Επρεπε, ως γνωστόν, να μην υποστεί ήττα με αποτέλεσμα που να λειτουργήσει ως καταλύτης αμφισβήτησης της κυβερνησιμότητας. Πόσω μάλλον που το ΠαΣοΚ ήταν στην τρίτη θητεία του έχοντας μπει σε κυβερνητικό σερί από το 1993. Φρεσκοεκλεγμένη στην Α’ Αθηνών, υπερδημοφιλής σε ένα ΠαΣοΚ που του άρεσε ως χαρακτήρας έχοντας ως φωτοστέφανο ένα από τα καλύτερα πολιτικά επώνυμα της παράταξης, η Φώφη δεν είχε λόγο να ξαναμπεί σε εκλογική μάχη. Πόσω μάλλον που η υπερνομαρχία είχε ασυμβίβαστο με τις βουλευτικές εκλογές –κάτι που έμελλε πράγματι να την ταλαιπωρήσει ως υποψήφια βουλευτή Επικρατείας το 2007. Η Φώφη είχε όλους τους λόγους να πει «όχι», αλλά είπε «ναι». Και ξελάσπωσε σε μεγάλο βαθμό το ΠαΣοΚ.

Δώδεκα χρόνια αργότερα η ιστορία αυτή θυμίζει το «η Πολυάννα στη χώρα της πολιτικής χαράς». Στην Ελλάδα του 2014 κανείς δεν ακούει κανέναν. Ή μάλλον υποψήφιοι και κόμματα δεν ακούνε τους αρχηγούς. Αμετάπειστος ο Νικήτας να μην κατέβει στην Αθήνα. Του κεφαλιού του ο Τζιτζικώστας στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Τα ίδια και στην αξιωματική αντιπολίτευση: Παπαδημούλης, Κωνσταντοπούλου και Σακοράφα αρνήθηκαν Δήμο Αθηναίων και Περιφέρεια Αττικής. Το κόμμα αρνήθηκε τον Καρυπίδη και οι οργανώσεις της Πελοποννήσου έχουν κάνει μέτωπο κατά Βουδούρη. Οι Αυτοδιοικητικές είναι απλώς ακόμη ένα σύμπτωμα μιας πολιτικής σκηνής όπου βασιλεύουν η διχόνοια και η απειθαρχία. Βουλευτές φεύγουν καθημερινά από τις κοινοβουλευτικές ομάδες, φτιάχνουν κόμματα και μετά ξαναγυρίζουν. Ισχύει από τον Πολύδωρα που άφησε τη ΝΔ μέχρι τους Ψαριανό και Παπαδόπουλο της ΔΗΜΑΡ που πήγαν μια βόλτα ώς τις εκδηλώσεις των 58 παρά τη δυσφορία του Κουβέλη. Είναι λογικό. Το να είσαι πολιτικός σε μια εχθρική κοινωνία είναι ζόρι και δεν χαρίζεσαι ή κάνεις χατίρια σε κανέναν –με μια εξαίρεση: αν έχεις την εξουσία.

Η εικόνα απειθαρχίας τελειώνει εκεί που αρχίζει η κυβέρνηση. Το σχήμα που συγκροτήθηκε τον Ιούνιο του 2012 από τους Αντώνη Σαμαρά και Βαγγέλη Βενιζέλο είναι καλομονταρισμένο και από τα πιο σφιχτά που έχουμε δει. Πάνε οι καβγάδες Λυκουρέντζου – Σαλμά και Σία στο Υγείας. Πάνε τα καπρίτσια του Ρουπακιώτη στο Δικαιοσύνης και οι εμμονές του Μανιτάκη στο Διοικητικής Μεταρρύθμισης –καλά οι δύο τελευταίοι ήταν από τη ΔΗΜΑΡ. Σαν ρωμαϊκή λεγεώνα στα δύσκολα, η κυβέρνηση είναι ένας τοίχος από λόγχες κι ένα δάσος από ασπίδες με υπουργούς που δεν υποχωρούν και πρώτο τον Γιάννη Στουρνάρα. Αλλά από τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη με τους αυτοκινητοδρόμους και τα διόδια ώς τον Αδωνη Γεωργιάδη με τον ΕΟΠΠΥ, το κυβερνητικό σχήμα πάει μόνο μπροστά. Είναι θέμα ηγεσίας, είναι θέμα προσωπικού είναι και θέμα συνειδητοποίησης ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος.