«Κανένας εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης δεν πρέπει ποτέ να αναγκάζεται να αναθρέψει την οικογένειά του μέσα στη φτώχεια». Θα μπορούσε να είναι μια αυτονόητη δήλωση. Κι όμως, στο πλαίσιο της σημερινής συγκυρίας, είναι μια βαρυσήμαντη πολιτική δήλωση. Τη διατύπωσε ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα στη φετινή –και εξόχως πολιτική –ομιλία του για την «Κατάσταση του Εθνους».

Η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η δεινή θέση της αμερικανικής μεσαίας τάξης, την οποία ο Ομπάμα έχει επανειλημμένα χαρακτηρίσει ως τη ραχοκοκαλιά του έθνους, βρέθηκαν στο επίκεντρο του προεδρικού λόγου. Ο Ομπάμα επέμεινε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η κακή αυτή εικόνα διατηρείται παρά το γεγονός ότι η αμερικανική οικονομία κατόρθωσε να επιστρέψει σε ρυθμούς ανάπτυξης. Ασκησε επίσης κριτική στις αδικίες ενός φορολογικού συστήματος φιλικού προς τους ευπορότερους και εχθρικού προς τη μεσαία τάξη και ζήτησε τη συνεργασία του Κογκρέσου για την αναμόρφωσή του για να παραμείνει ζωντανό το «όνειρο της ιδιοκατοίκησης» για τους Αμερικανούς.

Ο ίδιος, από την πλευρά του, δεσμεύτηκε να αναλάβει άμεσα κάθε δυνατή πρωτοβουλία και να εξαντλήσει τα περιθώρια του θεσμικού του ρόλου, προκειμένου να βοηθήσει στο κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ πλουσίων και φτωχών, να ενισχύσει τη μεσαία τάξη και να δημιουργήσει «παράθυρα ευκαιρίας» για είσοδο σε αυτήν. Ως ένα πρώτο βήμα εξήγγειλε την αύξηση του κατώτερου μισθού στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες και στους συμβεβλημένους με αυτές φορείς, ενώ κάλεσε τον επιχειρηματικό κόσμο να κινηθεί προς την ίδια κατεύθυνση.

Το σκεπτικό του, όπως το διατύπωσε στην ομιλία του, είναι απλό: η ακμαία μεσαία τάξη, η αξιοπρεπής διαβίωση για τους εργαζομένους και η υπόσχεση της κοινωνικής ανόδου μέσω της εργασίας αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία του «αμερικανικού ονείρου», αναγκαίες προϋποθέσεις για την εύρυθμη ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της σε διεθνές επίπεδο. Για τους ίδιους λόγους, εξάλλου, υπεραμύνθηκε της μεταρρύθμισής του για την ασφάλιση και την υγειονομική περίθαλψη και τόνισε τη σημασία των δημόσιων επενδύσεων στην εκπαίδευση και την έρευνα.

Παρά το ισχυρό πολιτικό μήνυμα του προέδρου, η συζήτηση για το πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας, τον χαρακτήρα της κρατικής παρέμβασης και τα όρια της αγοράς παραμένει ένα ανοικτό και συγκρουσιακό ζήτημα για τις ΗΠΑ. Η κομματική πόλωση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών παρέλυσε για εβδομάδες το αμερικανικό Δημόσιο, ενώ οι υπερσυντηρητικές και ακραία νεοφιλελεύθερες αντιδράσεις στις πολιτικές του Ομπάμα έφεραν στο προσκήνιο το λεγόμενο Κίνημα του Τσαγιού. Ωστόσο, παραμένει μια συζήτηση σε εξέλιξη. Λίγες ημέρες πριν από την ομιλία του αμερικανού προέδρου, ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν στηλίτευε τον μύθο των «ανάξιων φτωχών» και διαπίστωνε πως «ο αμερικανικός καπιταλισμός όπως είναι σήμερα υποσκάπτει τα θεμέλια της μεσαίας τάξης» («Το Βήμα/ The New York Times», 20/1/2014).

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι επικείμενες ευρωεκλογές θα λάβουν χώρα σε κλίμα έντονης αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και φτώχειας σε μια σειρά χωρών, όπως και η διάψευση των προσδοκιών κοινωνικής ανόδου, ιδίως σε ό,τι αφορά τη νεολαία, υπονομεύουν το «ευρωπαϊκό όνειρο». Οι διακηρυγμένοι στόχοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, πλήρη απασχόληση, κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, όπως διατυπώθηκαν στη Συνθήκη της Λισαβώνας (2007), μοιάζουν κενό γράμμα για εκατομμύρια ευρωπαίους πολίτες.

Την ίδια στιγμή, στην ευρωπαϊκή συζήτηση, η αναγκαιότητα των πολιτικών λιτότητας εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο του κυρίαρχου λόγου. Ωστόσο, παρά την επικράτηση μιας τεχνοκρατικής αντίληψης ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισής της, η ουσία παραμένει πως η οικονομική κρίση αντιπροσωπεύει μια πολιτική πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Μια πρόκληση και μια ευκαιρία για να επανακαθοριστεί το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού οράματος για την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική. Από την πλευρά τους, οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς καλούνται να διατυπώσουν ένα εξίσου ισχυρό μήνυμα, όπως αυτό που εκφράστηκε από τον αμερικανό πρόεδρο, και μια σαφή πολιτική πρόταση για την υπεράσπιση της εργασίας ως καθολικού δικαιώματος, τη φορολογική δικαιοσύνη και την άμβλυνση της κοινωνικής ανισότητας.

Η Τζένη Λιαλιούτη είναι διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο