Επειτα, υπάρχει και το άχθος μιας σειράς από ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν άμεσα. Θα διατηρήσει η Σκωτία την αγγλική λίρα ως εθνικό νόμισμα και υπό ποιους όρους; Ποια θα είναι η σχέση της με την Ευρωπαϊκή Ενωση; Και τι θα γίνει με τη ναυτική βάση στον ποταμό Κλάιντ; Ακόμη, όμως, και αν δοθούν απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, κανένας δεν μπορεί να ξέρει εάν η ανεξαρτησία θα ωφελήσει οικονομικά τη Σκωτία. Ο εθνικός θρίαμβος, δηλαδή, θα μπορούσε να μετατραπεί σε οικονομικό εφιάλτη. Οσο για τον Κάμερον, θα είχε σοβαρούς λόγους να αισθάνεται χαρούμενος. Χωρίς τις έδρες της Σκωτίας στο βρετανικό Κοινοβούλιο, οι Τόρις θα έχουν την πλειοψηφία. Ενώ οι μεγάλοι χαμένοι, υπενθυμίζει ο Ομπζέρβερ, θα ήταν οι Εργατικοί, αφού θα χάσουν περισσότερες από 40 έδρες.
Σε αυτό το υποθετικό παιχνίδι που σκάρωσε η βρετανική εφημερίδα δύσκολα διακρίνονται χαμένοι και κερδισμένοι. Οι Σκωτσέζοι μπορεί να πανηγυρίσουν μια νίκη αλλά κινδυνεύουν να ζήσουν μια δυσάρεστη περιπέτεια στη συνέχεια. Από την άλλη πλευρά, ο βρετανός πρωθυπουργός μπορεί να βγει ωφελημένος –θα κουβαλά όμως τη στάμπα της διάσπασης. Ενα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι στην πολιτική ισχύει ό,τι και στη ζωή: πρέπει να προσέχει κανείς τι εύχεται και τι επιδιώκει. Είναι μια αρχή που περιφρόνησε ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία και τώρα βλέπει τη χώρα του να σπαράσσεται από τον διχασμό. Είναι μια παγίδα στην οποία έπεσε ξανά και ξανά το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα και όπως φαίνεται θα πέσει και θα ξαναπέσει.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η Βρετανία οδεύει προς μια μείζονα αλλαγή εντελώς απροετοίμαστη. Κατ’ επέκταση, το ίδιο κάνει και η Ευρώπη. Πορεύεται χωρίς να έχει σχεδιάσει την επόμενη ημέρα, έτοιμη να αφεθεί σε μια μετεκλογική δίνη όπου θα κυριαρχούν οι φυγόκεντρες δυνάμεις των αντιευρωπαϊστών, η αμηχανία των μετριοπαθών και ο σκεπτικισμός των υπολοίπων. Κι άντε μετά να ξεχωρίσεις τους νικητές από τους χαμένους.