Μπορεί βάσιμα να χαρακτηριστεί ως ο «πατριάρχης του αστυνομικού σκανδιναβικού μυθιστορήματος». Πριν από λίγο καιρό «σκότωσε» τον ήρωά του, τον διάσημο επιθεωρητή Κουρτ Βαλάντερ, τώρα όμως πρέπει και ο ίδιος να αντιμετωπίσει τον θάνατο, καθώς του διαγνώστηκαν τουλάχιστον δύο κακοήθεις όγκοι. Αποφάσισε να γράφει τακτικά για αυτό στον σουηδικό Τύπο και στο προσωπικό του ιστολόγιο.

Το σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι σήμερα μια μεγάλη μόδα σε όλο τον κόσμο. Δεκάδες συγγραφείς γνωρίζουν διεθνή επιτυχία και μόνο στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν πέρυσι πολλά βιβλία τους, με τον Τζο Νέσμπο, λ.χ., να κάνει μεγάλες πωλήσεις στη χώρα μας –και να μην είναι ο μόνος που το πετυχαίνει.

Τα πράγματα δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Στην πραγματικότητα το σκανδιναβικό αστυνομικό δεν έχει καν μια άξια λόγου παράδοση πίσω του, όπως ας πούμε το αμερικανικό νουάρ που κουβαλάει έναν αιώνα ιστορίας. Οι Σκανδιναβοί θεωρούν ως θεμελιωτές του είδους στις χώρες τους ένα ζευγάρι συγγραφέων, τη Μάι Σγέβαλ και τον Περ Βαλέε, οι οποίοι έγραψαν από το 1965 μέχρι το 1975 δέκα ιστορίες με ήρωα τον καταθλιπτικό αστυνομικό επιθεωρητή Μάρτιν Μπεκ.

ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ. Αλλά πολύ πριν έρθει ο πρόωρα χαμένος Στιγκ Λάρσον να σαρώσει τις πωλήσεις σε όλο τον κόσμο με την ηρωίδα του Λίσμπετ Σαλάντερ, ένας άλλος Σουηδός επέβαλε τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία παντού: είναι ο Χένινγκ Μάνκελ, ο δημιουργός του γνωστού αστυνομικού Κουρτ Βαλάντερ, του οποίου τα δεκάδες βιβλία έχουν πουλήσει, από το 1973 που άρχισε μέχρι σήμερα, πάνω από τριάντα εκατομμύρια αντίτυπα.

Ο Μάνκελ, ελάχιστα χρόνια αφού «σκότωσε» τον ήρωά του –στο «Φθινόπωρο του Κουρτ Βαλάντερ», με αναπάντεχο τρόπο: Αλτσχάιμερ! -, αντιμετωπίζει και ο ίδιος το φάσμα του θανάτου. Σε μια δημόσια αποκάλυψή του μέσω της εφημερίδας «Πόστεν του Γκέτεμποργκ», ο 66χρονος συγγραφέας είπε ότι πάσχει από καρκίνο. Σε μάλλον προχωρημένο στάδιο, στον αυχένα και στον αριστερό πνεύμονα. Ενδεχομένως και αλλού. Και είπε και κάτι άλλο: ότι στην εφημερίδα και στο προσωπικό του σάιτ, στον χώρο όπου έγραφε κάθε τόσο ένα χρονογράφημα, θα γράφει τώρα για την αρρώστια του.

Στο πρώτο σημείωμά του, προ τριημέρου, έγραψε μεταξύ άλλων: «Πριν από δύο εβδομάδες ταξίδεψα στη Στοκχόλμη για να δω τον ορθοπεδικό που με είχε άλλοτε κουράρει. Πήγα εκεί με μια διάγνωση δισκοπάθειας στους σπονδύλους του αυχένα. Οταν επέστρεψα στο Γκέτεμποργκ την επομένη, έφερνα μαζί μου μια σοβαρή διάγνωση καρκίνου. Δεν έχω ιδιαίτερες αναμνήσεις από το ταξίδι της επιστροφής στο Γκέτεμποργκ. Μόνο την πείσμονα ευγνωμοσύνη ότι η σύζυγός μου Εύα ήταν μαζί μου. (…) Υποβάλλομαι τώρα στις τελευταίες εξετάσεις πριν να αποφασιστεί το είδος της θεραπείας.

Η ανησυχία μου είναι πολύ βαθιά, παρόλο που σε έναν βαθμό μπορώ και την ελέγχω. Αρκετά γρήγορα αποφάσισα να προσπαθήσω να γράψω γι’ αυτό. Αποφάσισα να το γράψω ακριβώς όπως είναι. Αλλά θα το κάνω από την προοπτική της ζωής, όχι του θανάτου. Θα το κάνω τώρα και αργότερα στη σουηδική εφημερίδα «Πόστεν του Γκέτεμποργκ». Αρχίζω τώρα. Αρχισα τώρα. Χένινγκ Μάνκελ».

Αν λοιπόν υπάρχει ένας φυσικός συνεχιστής του δρόμου που άνοιξαν οι Μάι Σγέβαλ και Περ Βαλέε, κάνοντάς τον λεωφόρο, είναι ο Μάνκελ. Ακόμη περισσότερο επειδή ο Βαλάντερ είχε κοινά στοιχεία με τον καταθλιπτικό Μπεκ. Οσο περνούσαν τα χρόνια, οι αιματηροί φόνοι που έπρεπε να αντιμετωπίσει έκαναν αυτόν τον μεσήλικο διαβητικό αστυνομικό, με την κατεστραμμένη προσωπική ζωή, που είχε μια πρώην σύζυγο που τον μισούσε και μια κόρη με την οποία γινόταν όλο και πιο δύσκολο να συνεννοηθεί, ακόμη πιο καταθλιπτικό.

Η ψυχολογική διάσταση έχει στα μυθιστορήματα του Μάνκελ εξίσου σημαντικό ρόλο με την ίδια την υπόθεση. Ολα τα βιβλία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, διαδραματίζονται στη μικρή πόλη Ισταντ, στη Νότια Σουηδία. Ο ίδιος γεννήθηκε επίσης σε μικρή πόλη της Κεντρικής Σουηδίας και αποφεύγει τις πρωτεύουσες. Με μια εξαίρεση: το Μαπούτο, την πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης, όπου εδώ και χρόνια περνάει τον μισό του χρόνο, έχοντας ιδρύσει το θέατρο Teatro Avenida. Μία από τις πρώτες του αναμνήσεις, όταν ήταν μωρό, είναι βέβαια το χιόνι. Ως ενήλικος, όταν είχε αποφασίσει πια να μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στη Σουηδία και την Αφρική, άρχισε να λέει: «Στέκομαι με το ένα πόδι στο χιόνι και το άλλο στην άμμο».

Ο παππούς του ήταν συνθέτης. Ο πατέρας του, που τον μεγάλωσε μόνος αφού η μητέρα εγκατέλειψε την οικογένεια νωρίς, δικαστής. Ηδη από τα είκοσί του ο Μάνκελ έγραφε. Ασχολήθηκε πολύ με το θέατρο, έγινε βοηθός σκηνοθέτη στο Ρικστεάτερ της Στοκχόλμης ενώ ήταν και έντονα πολιτικοποιημένος, καθώς συμμετείχε στις διαδηλώσεις κατά του Βιετνάμ από τις τάξεις της Αριστεράς. Η σειρά των βιβλίων με τον Βαλάντερ και μαζί η διεθνής επιτυχία ήρθαν αργότερα: το πρώτο βιβλίο της σειράς, οι «Εκτελεστές δίχως πρόσωπο» (στα ελληνικά από τις εκδ. Ψυχογιός), κυκλοφόρησε το 1991, όταν ο Μάνκελ ήταν 43 ετών.

Η μαχητικότητά του στο πολιτικό πεδίο δεν μειώθηκε με τα χρόνια. Μόλις πριν από δύο μήνες υπέγραψε μαζί με πεντακόσιους άλλους συγγραφείς κείμενο για την εμβάθυνση της δημοκρατίας στην ψηφιακή εποχή –αντίδραση στις αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν. Ενώ τον Μάιο του 2010 επιβιβάστηκε και αυτός, μαζί με άλλους ακτιβιστές που το έλεγε η καρδιά τους, στο πλοίο «Sofia» που πήρε μέρος στην προσπάθεια να σπάσει ο αποκλεισμός της Γάζας. Οι Ισραηλινοί, ως γνωστόν, επενέβησαν στρατιωτικά εν πλω, υπήρξαν εννέα νεκροί, πολλοί συνελήφθησαν, ανάμεσά τους και ο Μάνκελ που αφού φυλακίστηκε για λίγο απελάθηκε στη Σουηδία. Τις εντυπώσεις του από το ταξίδι αυτό, γραμμένες με μορφή ημερολογίου, τις δημοσίευσε ταυτόχρονα στις εφημερίδες «Λιμπερασιόν», «Ελ Παΐς», «Ρεπούμπλικα», «Γκάρντιαν», «Τορόντο Σταρ» και τη σουηδική «Νταγκμπλάντετ».

ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ. Το όνομα Βαλάντερ το διάλεξε, για τον ήρωά του, το 1989 από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Ηθελε να γράψει για τους μετανάστες, την ξενοφοβία, τον ανερχόμενο ρατσισμό, να υπερασπιστεί το κοινωνικό κράτος. Και ήθελε έναν ήρωα αντιφατικό που να εξελίσσεται με τον χρόνο, όπως όλοι μας. Ο Βαλάντερ αγαπήθηκε και στην τηλεοπτική (όπως στο BBC με τον Κένεθ Μπράνα) και στην κινηματογραφική (με τρεις διαφορετικούς σουηδούς ηθοποιούς) εκδοχή του.

Οι Σουηδοί αλλά και πολλοί ξένοι αναγνώστες αγαπούν τον Μάνκελ και θα του παρασταθούν. Οχι βέβαια περισσότερο από την Εύα, τη σύζυγό του, την κόρη τού Ινγκμαρ Μπέργκμαν, την καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου του Γκέτεμποργκ. Εκείνη θα είναι το μεγάλο του στήριγμα σε αυτή την παρτίδα με τον θάνατο –για να θυμηθούμε και τον πατέρα της, πεθερό του Μάνκελ, στην «Εβδομη σφραγίδα»…