Βαρύς έπεσε ο πέλεκυς της Δικαιοσύνης στον 23χρονο Αχμέτ Βακάς. Δικαστές και ένορκοι, υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση, τον έκριναν πρωτόδικα ένοχο χωρίς κανένα ελαφρυντικό για τη βάναυση κακοποίηση της Μυρτώς Παπαδομιχελάκη πρόπερσι στην Πάρο. Η ετυμηγορία τους αυτή μεταφράστηκε σε ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξης για το σύνολο των τεσσάρων κατηγοριών, για τις οποίες κάθησε χθες στο εδώλιο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σύρου.

Η ληστεία που ο δράστης διέπραξε με ιδιαίτερη σκληρότητα, όταν αφαιρούσε το κινητό τής (τότε) δεκαπεντάχρονης, ήταν αυτή που τον καταδίκασε σε ισόβια δεσμά. Από΄κεί και πέρα τόσο για την απόπειρα ανθρωποκτονίας όσο και για τον βιασμό του κοριτσιού τού επεβλήθησαν από 18 έτη κάθειρξης, ενώ για την παράνομη εργασία του σε ξενοδοχείο της Πάρου του επιβλήθησαν άλλοι 3 μήνες φυλάκισης. «Οταν και εάν βγει, να απελαθεί ισόβια…» είχε προτείνει ο εισαγγελέας, που ήταν «καταπέλτης» για τον κατηγορούμενο. «Εξάντλησε την κτηνωδία του», εκτίμησε, θεωρώντας ότι «ήθελε και να κλέψει το κινητό και να βιάσει». «Δεν τον θεωρώ ένοχο επειδή είναι αλλοδαπός, αλλά για την κτηνωδία που προκάλεσε. Κι αυτό οφείλεται στον ίδιο τον άνθρωπο, στην ψυχή του, στον χαρακτήρα του…» υποστήριξε ευχόμενος με δάκρυα στα μάτια «καλό κουράγιο» στην οικογένεια της Μυρτώς.

Και σε άλλο σημείο παρέμβασής του, μάλιστα, δεν δίστασε να της απευθύνει λόγια παρηγοριάς μπροστά στον Γολγοθά που ανεβαίνει η νεαρή κοπέλα. «Κανένας γιατρός δεν ξέρει τα πάντα. Ολοι οι ανθρώπινοι οργανισμοί αντιδρούν διαφορετικά. Αυτό να το θυμάστε πάντα…» είπε στη Μαρία Κοτρώτσου.

Το σκηνικό φρίκης. Προηγουμένως, τα λόγια της μητέρας τής «Μυρτώς της Πάρου» κατά την κατάθεσή της, ειδικά όταν περιέγραφε τη στιγμή που αντίκρισε το παιδί της κακοποιημένο, ήταν έως και ανατριχιαστικά. «Είδα ένα αλλοιωμένο σώμα και πρόσωπο, έβλεπα παντού πάρα πολύ αίμα. Το δεξί μάτι της ήταν κλειστό, πρησμένο, μελανιασμένο. Το αριστερό ήταν ανοιχτό, ασάλευτο, πρησμένο και ματωμένο. Σκέφτηκα πως, αν δεν πέθανε ακόμα, σε λίγα λεπτά θα είναι σίγουρα νεκρή! Στο νοσοκομείο μού είπαν ότι το παιδί μου είναι κλινικά νεκρό! Ολο της το πρόσωπο ήταν σπασμένο» ανέφερε και ανέτρεξε στο μοιραίο απόγευμα, τον Ιούλιο του 2012 στην Πάρο, όπου είχε μεταβεί με τις δύο κόρες της για διακοπές. «Καθόμασταν στην παραλία. Η Μυρτώ δεν ήθελε να βγάλει τα ρούχα της και να κολυμπήσει. Μου ζήτησε να πάει βόλτα! «Οχι», της είπα, «γιατί είναι ένας μαυριδερός και συνέχεια κοιτάζει προς τα εδώ και με φοβίζει. Και θα φύγουμε σε λίγο». «Εντάξει, θα είμαι εδώ στα βράχια και θα ακούω μουσική. Φώναξέ με και θα έρθω» μου είπε». Οταν όμως τηλεφώνησε τελικά στην κόρη της, το κινητό της ήταν στα χέρια του Πακιστανού, απενεργοποιημένο. «Αμέσως ξεκίνησα να την ψάχνω με τη μεγάλη κόρη μου. Φτάσαμε στα βράχια και μου λέει: «Μαμά, είναι ένας περίεργος άνθρωπος εδώ κάτω». «Μήπως είναι η Μυρτώ;» ρώτησα. «Οχι, δεν νομίζω» μου είπε το κορίτσι μην μπορώντας να αναγνωρίσει την ίδια την αδελφή της!». Τέσσερις μήνες αργότερα, η κυρία Κοτρώτσου μετέβη ξανά στον τόπο του εγκλήματος. «Ηθελα να δω το μέρος όπου κακοποιήθηκε το παιδί μου. Παρ’ όλο που έβρεξε και η θάλασσα ξέβραζε τα νερά της, τα βράχια είχαν ακόμα το αίμα της Μυρτώς! Εννέα φιάλες αίμα τής χορήγησαν» κατέθεσε.