Υπό μία έννοια, ο συνθέτης και σολίστας του μπουζουκιού Χρήστος Νικολόπουλος έως το 1970 τα είχε κάνει όλα. Για την ακρίβεια, 23 χρόνων εκείνη τη χρονιά είχε ήδη συνεργαστεί με ρεμπέτες της προπολεμικής φρουράς, είχε σταθεί στο πάλκο του Ακροπόλ στην Πατησίων δίπλα στον Μανώλη Χιώτη (όνειρο κάθε μουσικού) και είχε ήδη δώσει τα πρώτα του τραγούδια στον τότε «μύθο» Στέλιο Καζαντζίδη. Είχε επίσης συμμετάσχει σε δεκάδες φωνοληψίες ως εκτελεστής μπουζουκιού πλάι σε ονόματα όπως ο Στέλιος Ζαφειρίου.
Και όμως, από το 1970 και μέχρι τώρα η διαδρομή του Νικολόπουλου υπήρξε πάρα πολύ δημιουργική. Σήμερα, αποτιμώντας αυτά τα 50 χρόνια στο ελληνικό τραγούδι είναι λίγο αγχωμένος γιατί δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει από τον προσωπικό του «κήπο» για τις δύο συναυλίες του στο Μέγαρο Μουσικής, απόψε και αύριο.
Με 1.800 δικές του συνθέσεις, με χιλιάδες εκτελέσεις στη δισκογραφία (από Καλδάρα και Λοΐζο έως Κουγιουμτζή και Λεοντή) και πολλές ώρες στα πάλκα (από τον Μανωλιά στον Κολωνό όπου πρωτοεμφανίστηκε πλάι στον ρεμπέτη Γιάννη Κυριαζή μέχρι τους μεγαλύτερους συναυλιακούς χώρους), ο Νικολόπουλος είναι σχεδόν ταυτισμένος με τη νεότερη ιστορία του λαϊκού μας τραγουδιού. «Μόλις κατέβηκα από το χωριό, παιδί ακόμη πρωτόπιασα το μπουζούκι, πήγα στο καφενείο των μουσικών στην Βερανζέρου. Εκεί γνώρισα τον Γιάννη Κυριαζή και μετά τον Στέλιο Ζαφειρίου που με έβαλε στη δισκογραφία ως εκτελεστή, κατ’ αρχάς στην εταιρεία RCA Victor. Τότε δούλευα ασταμάτητα, από τα κέντρα στο στούντιο συνέχεια.

Σε ένα ρεπό μου μια Κυριακή, έγραψα τέσσερις μελωδίες, τις πρώτες μου. Τις έπαιξα χωρίς στίχο στη Μαρινέλλα και εκείνη με ενθάρρυνε» θυμάται ο Νικολόπουλος που ήδη από το 1965 είχε γνωρίσει τον Καζαντζίδη. Ο τελευταίος πήρε τηλέφωνο τον Πυθαγόρα και τον Κώστα Βίρβο, αυτοί έβαλαν στίχους και τα τραγούδια ήταν έτοιμα. Και τρία από αυτά, αμέσως σουξέ. «Νυχτερίδες και αράχνες». «Απόψε σ’ έχω στην αγκαλιά μου». «Ασε με να ζήσω μοναχός».

Το νερό είχε κυλήσει. Συνεργάζεται με όλους (με τον Καζαντζίδη κάνουν μεγάλες επιτυχίες όπως τον δίσκο «Υπάρχω»), με τον Διονυσίου, τον Γαβαλά, τον Νταλάρα, την Αλεξίου. Και ο Νικολόπουλος προλαβαίνει όλες τις «σχολές» των στιχουργών. Από τους παλιούς: Βίρβο και Πυθαγόρα. Τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Τον αιρετικό Μανώλη Ρασούλη, όταν ο Χρήστος έπαιξε μπουζούκι στον δίσκο «Τα Δήθεν».

Δύο μάλιστα επιτυχίες του Νικολόπουλου έχουν μια παράξενη ιστορία: οι περίφημες «Νταλίκες» που πρωτοείπε ο Γιώργος Σαρρής δεν υπολογιζόταν να περιληφθούν στον δίσκο που τότε ετοίμαζε: «Το παίξαμε στη γυναίκα μου, στο σπίτι κι εκείνη μας είπε: «Καλά, τρελοί είστε, αυτό δεν θα βάλετε;»». Τη συνέχεια την ξέρετε. Αλλά και το παράξενο μουσικά (νιαβέντ μινόρε σε ρυθμό μπαγιό) «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα» μπήκε τελευταίο στον δίσκο του Διονυσίου και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έδωσε τον στίχο κουπλέ κουπλέ.