Καλές οικογένειες. Καλά σχολεία, καλές σπουδές. Ανεση κοινωνική και οικονομική. Καμία σχέση με την ταξική μειονεξία και τη λαιμαργία των παλαιοπασόκων. Τα παιδιά αυτά γεννήθηκαν με την πεποίθηση ότι θα κληρονομήσουν τον κόσμο.

Ομως, τα καλά παιδιά ήθελαν να κληρονομήσουν τον κόσμο απαράλλαχτο. Δεν σκέφτηκαν καν να κλονίσουν το business as usual. Ηθελαν μόνο να πλουτίσουν.

Παρασημοφορημένοι με πτυχία, επέστρεφαν από το Λονδίνο ή τη Βοστώνη, όχι για να αναμετρηθούν με το βαλκανικό χάος, αλλά για να βρουν τρόπο να το οργώσουν. Χωρίς καμία αντίσταση. Χωρίς καμία πρωτοτυπία. Μόνο με τον παλιό καλό τρόπο. Κολλητηλίκια, διορισμοί, δημόσιο χρήμα.

Οχι, τα καθ’ ημάς golden boys δεν ήταν ριψοκίνδυνοι κερδοσκόποι. Ηταν διορισμένοι γραφειοκράτες σε κρατικές μηχανές εγγυημένου προσωπικού πλουτισμού. Ηταν η δυτικοφανής βιτρίνα ενός τσαουσεσκικού καπιταλισμού: Καπιταλισμού χωρίς ελευθερία, χωρίς κανόνες, χωρίς ίσες ευκαιρίες.

Ακούγοντας κανείς τις όψιμες υστερίες για «νεοφιλελεύθερη» ή «ξενόδουλη» ελίτ, μόνο να καγχάσει μπορεί. Τα παιδιά που ήταν εγγύτερα στη Δύση, που ανατράφηκαν – χα! – με τις αξίες της, επέστρεψαν στην εγχώρια αγορά οπλισμένα μόνο με αντικοινωνικό κυνισμό. Μόνο για να απομυζήσουν ό,τι μπορούσαν και, μετά τη χρεοκοπία, να κρύψουν ό,τι προλάβαιναν.

Η αποτυχία να πειστεί η κοινωνία για τις μεγάλες αλλαγές που θα την οδηγούσαν με καθυστέρηση στη νεωτερικότητα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απουσία ελίτ. Στην απουσία μιας τάξης που θα μπορούσε να δώσει σε έναν τέτοιον ιστορικό μετασχηματισμό πνευματικό περιεχόμενο.

Αντ’ αυτού η χώρα ξέμεινε με τα καλά παιδιά. Με τα παιδιά που ξεχώριζαν από το λούμπεν μόνο επειδή τα δικά τους τραπέζια ήταν πιο κοντά στην πίστα.