Ενα από τα θεμελιώδη ερωτήματα που απασχόλησαν την ιστοριογραφία και τη δημόσια συζήτηση ήταν αυτό των επιδιώξεων του ΚΚΕ στο τέλος της Κατοχής και τους πρώτους μήνες της απελευθέρωσης. Επεδίωξε άραγε το ΚΚΕ να κατακτήσει την εξουσία ή μήπως οδηγήθηκε στη σύγκρουση του Δεκεμβρίου αναγκαστικά ή από κάποια μορφή «παρεξήγησης»;
Παραδοσιακά, η πλευρά των νικητών του Εμφυλίου θεωρούσε πως, ευθύς εξαρχής, η επιδίωξη του ΚΚΕ ήταν η κατάληψη της εξουσίας. Σημαντικό μέρος ακόμη και μετριοπαθών κεντρώων πολιτικών, όπως για παράδειγμα ο Γεώργιος Παπανδρέου, υποστήριζε πως η Αντίσταση ήταν πρόσχημα για το ΚΚΕ· στην πραγματικότητα αυτό που εποφθαλμιούσε ήταν η εξουσία. Ως εκ τούτου, τα Δεκεμβριανά ήταν ο δεύτερος γύρος μιας προσπάθειας επιβολής που είχε ξεκινήσει από τα χρόνια της Κατοχής.

Από την πλευρά της Αριστεράς, διατυπώθηκαν δύο βασικές αντιλήψεις. Η μία πιο κοντά στο ΚΚΕ, θεωρεί πως η σύγκρουση των Δεκεμβριανών ήταν στην πραγματικότητα επιλογή των αντιπάλων του ΚΚΕ με στόχο την εξόντωση του εαμικού κινήματος και τη δημιουργία στη χώρα μιας κατάστασης ανωμαλίας για να επιστρέψει ο Γεώργιος Β’. Το ίδιο το ΚΚΕ, σύμφωνα με την άποψη αυτή, δεν είχε κανέναν λόγο να προσφύγει στη βία για να διεκδικήσει την εξουσία. Κατείχε την πραγματική εξουσία στη χώρα και την παρέδωσε συνειδητά λίγο πριν από την Απελευθέρωση, τον Σεπτέμβριο του 1944, όταν με τη Συμφωνία της Καζέρτα αποδέχτηκε τη βρετανική στρατιωτική κυριαρχία και ετέθη υπό τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπι.

Η δεύτερη άποψη μέσα στην Αριστερά, που εκφράστηκε κυρίως από τον ιστορικό Φ. Ηλιού, θεωρεί πως ενώ το ΚΚΕ είχε εγκαταλείψει την ιδέα της άμεσης κατάληψης της εξουσίας συνέχιζε να ασκεί ένοπλες πιέσεις –με ακραίο παράδειγμα τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944 –όχι γιατί σχεδίαζε να καταλάβει την εξουσία, αλλά γιατί θεωρούσε πως με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να οδηγήσει τα πράγματα προς πολιτικές λύσεις που θα επέτρεπαν στο ΕΑΜ να βρει μια θέση στην πολιτική ζωή ανάλογη με τον όγκο των δυνάμεων που αντιπροσώπευε. Το ΚΚΕ επεδίωκε, λοιπόν, τη δημοκρατική ομαλότητα με άτσαλο τρόπο.

Ο ΣΤΟΧΟΣ. Είναι αδύνατο να αντιληφθούμε τη συμπεριφορά του ΚΚΕ αν υιοθετήσουμε τις παραπάνω απόψεις. Από τη μια είναι απίθανο μέσω της ίδρυσης του ΕΑΜ να επεδίωκε το ΚΚΕ την εξουσία το 1941 αλλά από την άλλη κανένα πολιτικό κόμμα δεν προσφεύγει σε τέτοιας έκτασης βία επειδή εξαναγκάζεται ή επειδή θέλει να πιέσει πολιτικά. Οπως έχει καταδειχθεί πλέον καθαρά από τις αρχειακές πηγές, η προοπτική της εξουσίας εμπεδώθηκε σταδιακά στο ΚΚΕ πριν από το τέλος της Κατοχής.

Το ζήτημα, λοιπόν, που απασχόλησε την ηγεσία του κόμματος δεν ήταν αν θα επιχειρούσε να ανέλθει στην εξουσία αλλά με ποιον τρόπο αυτό θα συνέβαινε. Με τον ειρηνικό, διαμέσου των εκλογών –για τις οποίες ένα τμήμα της ηγεσίας ήταν πεισμένο πως αν γίνονταν υπό ελεύθερες συνθήκες το ΚΚΕ θα τις κέρδιζε –ή με τον βίαιο διαμέσου μιας ένοπλης εξέγερσης;
Η ηγεσία του ΚΚΕ υιοθέτησε τελικά μια διπλή στρατηγική· ακολούθησε ταυτόχρονα δύο δρόμους που δεν έγιναν αντιληπτοί από την ίδια ως αλληλοαποκλειόμενοι αλλά αντίθετα θεωρήθηκαν συμπληρωματικοί.

Ο πρώτος δρόμος ήταν η κατάκτηση της εξουσίας με ειρηνικά μέσα. Το ΚΚΕ συμμετείχε μεν σε όλους τους θεσμούς και τις διαδικασίες, που το σύνολο του πολιτικού συστήματος και οι Βρετανοί είχαν επιλέξει (Συνέδριο του Λιβάνου, κυβέρνηση Παπανδρέου, Συμφωνία της Καζέρτα), αλλά επιπλέον αποκτώντας τον έλεγχο των θεσμών της Αντίστασης απομόνωσε και «έπνιξε» τους αντιπάλους του, όπου αυτό ήταν εφικτό. Για παράδειγμα, ενώ το ΕΑΜ συμμετείχε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου, προκήρυξε αυτοβούλως εκλογές για την ανάδειξη δημοτικών Αρχών το φθινόπωρο του ’44, διόρισε παντού λαϊκές αυτοδιοικήσεις και λαϊκά δικαστήρια, εξέδωσε νόμους και καρπώθηκε κρατικά έσοδα προκαλώντας τις αντιδράσεις των αντιπάλων του. Το κυριότερο: συγκρότησε υπό τον απόλυτο έλεγχό του μηχανισμούς ασφαλείας, την Εθνική Πολιτοφυλακή, που αποτελούνταν κατά 90% από μέλη του ΚΚΕ. Εντέλει, αν η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε την έδρα της και ασκούσε την εξουσία της στην Αθήνα, το ΚΚΕ κυριαρχούσε σχεδόν σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, που βίωνε μια ντε φάκτο Λαϊκή Δημοκρατία, γνωστή ως Εαμοκρατία.

Η συμμετοχή σε ελεύθερες και δημοκρατικές εκλογές στην απελευθέρωση για πολλά στελέχη του κόμματος απέκτησε ειδικό νόημα, επειδή θεωρούσαν πως στις εκλογές αυτές το ΚΚΕ (μαζί με τους συμμάχους του) θα πετύχαινε να κερδίσει ίσως και περισσότερο από το 50% των ψήφων. Σε μια τέτοια περίπτωση, εφόσον όλα κυλούσαν ομαλά, δεν θα υπήρχε πράγματι κανένας λόγος για βίαιη αναμέτρηση. Το ΚΚΕ θα ερχόταν στην εξουσία νόμιμα, θα άλωνε τους μηχανισμούς ασφαλείας και τον Στρατό και σύντομα θα πετύχαινε την επιβολή μιας Λαϊκής Δημοκρατίας, χωρίς να «ανοίξει ρουθούνι», όπως συνέβη σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η Τσεχοσλοβακία του 1948 είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης, στην οποία πράγματι ο ολοκληρωτισμός ήρθε με αναίμακτο, σχεδόν, τρόπο ύστερα από εκλογές στις οποίες πρώτευσαν οι κομμουνιστές.

Ο δεύτερος δρόμος, σε περίπτωση που αποτύγχανε ο πρώτος, ήταν η προσφυγή στην ένοπλη δράση και η δημιουργία μιας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης από την οποία το ΚΚΕ θα μπορούσε από προνομιούχα θέση να επιβάλλει τους όρους του. Για να συμβεί αυτό όφειλε το ΚΚΕ να έχει σαφή στρατιωτική υπεροχή έναντι των αντιπάλων του και άρα έπρεπε να εξοντωθούν εκ των προτέρων όλες οι ανταγωνιστικές σε αυτό δυνάμεις (Ζέρβας, εθνικιστές ένοπλοι, τάγματα ασφαλείας κ.ά.), γεγονός στο οποίο προέβη το ΚΚΕ ήδη από τα τέλη της Κατοχής αλλά και κατά την Απελευθέρωση. Αρκετοί, όπως ο Αρης Βελουχιώτης, που τοποθετούνταν στο στρατόπεδο των «ανυπόμονων» επεδίωκαν την άμεση κατάληψη της εξουσίας παρά τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτα. Ο Αρης έβλεπε ως πλεονέκτημα για το ΚΚΕ τη στρατιωτική αδυναμία και τον πολιτικό κατακερματισμό των αντιπάλων του καθώς και τη μικρή αριθμητική παρουσία των βρετανικών δυνάμεων στη χώρα και φοβόταν πως ο χρόνος κυλούσε υπέρ του αστικού κόσμου.

ΟΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ. Τη στιγμή της απελευθέρωσης όμως ένα σημαντικό τμήμα της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ ήταν περισσότερο συγκρατημένο αναμένοντας ευνοϊκότερες συνθήκες. Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά η συγκρατημένη στάση της ΕΣΣΔ και του Στάλιν, που το 1944 δεν ήθελε ακόμη να διακινδυνεύσει τη συμμαχία με τη Βρετανία. Οι Σοβιετικοί ήδη από την άνοιξη του 1944 προέτρεπαν τους έλληνες συντρόφους τους να συμμετάσχουν στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και να κατεβάσουν τους τόνους της αντιπαράθεσης με τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο.

Τα Δεκεμβριανά, λοιπόν, δεν ήταν μια μεμονωμένη και ξαφνική ένοπλη σύγκρουση που έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο σε όλη την Ελλάδα, από τη Μακεδονία και την Ηπειρο μέχρι την Πελοπόννησο, διεξάγονταν πολύ αιματηρές ένοπλες συγκρούσεις με χιλιάδες νεκρούς. Ο ΕΛΑΣ επιτίθετο και διέλυε τους αντιπάλους του συνιστώντας το μονοπώλιο της ένοπλης δύναμης σε σχεδόν όλη την ελληνική περιφέρεια. Στην ουσία επρόκειτο για έναν εκτεταμένο σε γεωγραφικό εύρος εμφύλιο πόλεμο, μέσω του οποίου το ΚΚΕ φρόντιζε να εξοντώσει οποιαδήποτε ανταγωνιστική σε αυτό ένοπλη δύναμη, ώστε να είναι σε θέση να επιβάλει τις κατοπινές εξελίξεις.

Είναι αφελές λοιπόν να αντιμετωπίζεται η επιλογή του ΚΚΕ ως σχεδόν αυθόρμητη ή αντανακλαστική αντίδραση στους πυροβολισμούς της Αστυνομίας εναντίον των διαδηλωτών την 3η Δεκεμβρίου. Η άρνηση του Σιάντου στο σχέδιο του Παπανδρέου για αφοπλισμό των ανταρτικών οργανώσεων και στη συνέχεια οι παραιτήσεις των υπουργών του από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας την 1η Δεκεμβρίου ήταν ουσιαστικά η απαρχή του εμφυλίου πολέμου –όπως πικρά σημείωνε ο πρωθυπουργός Παπανδρέου εκείνη την ημέρα –ή καλύτερα της μεταφοράς του Εμφυλίου μέσα στην πρωτεύουσα. Το ΚΚΕ οργάνωσε και διηύθυνε ένα στρατιωτικό κίνημα ως απάντηση στην προοπτική εξουδετέρωσης του στρατού του, του ΕΛΑΣ. Με την επιλογή της κλιμάκωσης της βίας επεδίωξε μια γρήγορη νίκη ώστε να θέσει τις εξελίξεις υπό τον απόλυτο έλεγχό του πριν προλάβουν να αντιδράσουν οι Βρετανοί. Η αποφασιστική εμπλοκή των τελευταίων τού άλλαξε τα σχέδια.

ΧΩΡΙΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ. Η βρετανική επέμβαση δεν έκαμψε τη θέληση του ΚΚΕ, η οποία αντιλήφθηκε πλέον τη σύγκρουση ως θεμελιώδους σημασίας. Η ηγεσία του ΚΚΕ αναζήτησε ξένη βοήθεια αλλά δεν κατάφερε να τη βρει. Οι μεν Γιουγκοσλάβοι αθέτησαν τις υποσχέσεις τους ενώ ο βούλγαρος κομμουνιστής Δημητρόφ, στις 8 Δεκεμβρίου 1944, αφού ρώτησε πρώτα τη Μόσχα στη συνέχεια απάντησε αρνητικά. Ο Στάλιν απέτρεψε κάθε βοήθεια καθώς θεώρησε ανόητη την επιλογή του ΚΚΕ να φύγει από την Κυβέρνηση Παπανδρέου και να προσφύγει στα όπλα.

Συμπερασματικά, όπως σημειώνει ο γάλλος ιστορικός Phillipe Buton κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η στρατηγική των κομμουνιστικών κομμάτων, παρά τις όποιες εθνικές ιδιομορφίες, υπήρξε ταυτόσημη τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Ευρώπη. Επιχείρησαν να καταλάβουν την εξουσία μέσα από τη χρήση της αντίστασης πολιτικά όσο και στρατιωτικά. Σε κάποιες περιοχές τα πράγματα άλλαξαν γρήγορα και ριζικά (Γιουγκοσλαβία, Αλβανία), σε κάποιες άλλες απαιτούνταν προσεκτικά βήματα και προσωρινοί συμβιβασμοί (Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία), τέλος υπήρχαν χώρες που η επιλογή της κατάκτησης και μονοπώλησης της εξουσίας έπρεπε να αναβληθεί επ’ αόριστον και να υιοθετηθεί ο κοινοβουλευτικός δρόμος γιατί οι κίνδυνοι λόγω της ισχυρής στρατιωτικής παρουσίας των δυτικών συμμάχων ήταν μη διαχειρίσιμοι (Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία). Εντέλει, τα κομμουνιστικά κόμματα που πέτυχαν να βρεθούν στην εξουσία ήταν εκείνα που στηρίχτηκαν στη στρατιωτική παρουσία της ΕΣΣΔ.

Η Ελλάδα υπήρξε ιδιαίτερη περίπτωση. Από τη μια η κατάσταση έδινε δυνατότητες στο ΚΚΕ να ακολουθήσει μια στρατηγική δυναμικής κατάκτησης της εξουσίας όπως στη Γιουγκοσλαβία λόγω α) της ισχυρής δύναμης του ΕΛΑΣ και του εγχώριου ένοπλου συσχετισμού δυνάμεων β) της αναιμικής παρουσίας βρετανικών στρατευμάτων κατά την απελευθέρωση και γ) της γειτνίασης με κομμουνιστικά καθεστώτα. Από την άλλη όμως, ο πολιτικός συσχετισμός ήταν εις βάρος του ΚΚΕ (δεν θα ξεπερνούσε σε εκλογές το ένα τέταρτο των ψήφων), η εγχώρια θεσμική αρχιτεκτονική εχθρική (θρόνος και κυβέρνηση) και ο διεθνής παράγοντας (βρετανικός) δραστήριος και παρεμβατικός, έστω και αν δεν είχε ισχυρή στρατιωτική παρουσία στη χώρα που θα λειτουργούσε αποτρεπτικά στις φιλοδοξίες του ΚΚΕ. Τελικά τον Ιανουάριο του 1945 το ΚΚΕ ηττήθηκε εξαιτίας της ενεργοποίησης του βρετανικού παράγοντα που οι κομμουνιστές είχαν αρχικά υποτιμήσει και της πλήρους αποστασιοποίησης των Σοβιετικών που είχαν σταθμεύσει λίγα χιλιόμετρα έξω από τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας. Η χώρα δεν έγινε κομμουνιστική διά πυρός και σιδήρου. Αλλοι στα Βαλκάνια δεν είχαν αυτήν την τύχη.

ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ. Τα Δεκεμβριανά επηρέασαν με δραματικό τρόπο τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Μετατόπισαν προς τα δεξιά το ειδικό πολιτικό βάρος καθώς συνέβαλαν στην ανασυγκρότηση της μοναρχικής παράταξης. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο θρόνος, που επέστρεψε στη χώρα το 1946, αποτέλεσε τον κύριο εκφραστή της μάχης ενάντια στον κομμουνισμό. Η μάχη της Αθήνας αποτέλεσε, επιπλέον, την κολυμβήθρα του Σιλωάμ μέσα στην οποία αναβαπτίστηκαν ως εθνικόφρονες οι περισσότερες από τις κατηγορίες των συνεργατών των Αρχών Κατοχής. Εξαιρέθηκαν της εθνικής αναβάπτισης οι σλαβόφωνοι συνεργάτες των Βουλγάρων, για τους οποίους ήταν το ΚΚΕ που επέδειξε μεγάλη επιείκια κατά τα χρόνια 1946-1949 όταν τους χρειάστηκε ως αντάρτες στον Δημοκρατικό Στρατό. Για τους αριστερούς πολίτες τα Δεκεμβριανά σήμαναν περιθωριοποίηση και διώξεις ιδιαίτερα για όσους είχαν δραστηριοποιηθεί έντονα στις γραμμές του ΕΑΜ. Για την ηγεσία του ΚΚΕ, η μάχη της Αθήνας αποτέλεσε μια χαμένη ευκαιρία παρά ένα πικρό μάθημα. Το μόνο μάθημα που πήραν οι ηγέτες του ήταν πως δεν γίνεται εμφύλιος πόλεμος χωρίς εξωτερική βοήθεια. Αυτήν φρόντισαν να την διασφαλίσουν από τους ανατολικούς συντρόφους τους πριν ξεκινήσουν εκ νέου την προσπάθεια της ένοπλης εξέγερσης έναν μόλις χρόνο αργότερα, το 1946.

Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.