Η ελληνίδα γλύπτρια που κατάφερε να μετατρέψει εικόνες οικείες και καθημερινές και υλικά αναγνωρίσιμα και πολυχρησιμοποιημένα σε συνθέσεις φωτεινές, μοναδικές και πολύτιμες και έγινε διεθνώς γνωστή –τόσο που πολλοί να τη θεωρούν Αμερικανίδα –μόνο με το μικρό της όνομα, Χρύσα, άφησε την τελευταία της πνοή χθες, σε ηλικία 80 ετών, στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας ιδιωτικού θεραπευτηρίου, όπου νοσηλευόταν τον τελευταίο ενάμιση μήνα καθώς υπέφερε από χρόνιο αναπνευστικό πρόβλημα.

Δυναμική και ακούραστη, λάτρις του πειραματισμού, ευφυής και ανθεκτική στις δυσκολίες, η Χρύσα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1933 και δεν γνώρισε τον πατέρα της Χριστόφορο Βαρδέα –από την οικογένεια των Μαυρομιχαλέων της Μάνης –που πέθανε προτού εκείνη έρθει στον κόσμο. Μεγαλωμένη φτωχικά –η χήρα μητέρα της προσπαθούσε να μεγαλώσει μόνη της τρία κορίτσια –ζωγράφιζε σημαίες την περίοδο της Κατοχής και τις πετούσε στους δρόμους.

Εφημερίδες, γράμματα, κατάλογοι ονομάτων στις εισόδους των κτιρίων με γραφεία, πινακίδες από μπρούντζο στις εξωτερικές όψεις των πολυώροφων μεγάρων μπορεί να τραβούσαν την προσοχή της από παιδί, όμως ούτε που είχε φανταστεί την πορεία της όταν στα 17 της φοιτούσε στη Σχολή Κοινωνικών Λειτουργών ούτε όταν, λόγω της δουλειάς της, ταξίδευε από τη Ρόδο έως τη Ζάκυνθο για να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη.

Ανάμεσα στα ερείπια, λίγο μετά τον σεισμό της Ζακύνθου, έφτιαξε την πρώτη της ζωγραφιά. «Ηταν μια θλιβερή ζωγραφική», έλεγε η ίδια. Εκείνο το έργο έδειξε στον κριτικό Τέχνης Αγγελο Προκοπίου και εκείνος την παρότρυνε να φύγει για το Παρίσι. Δεν δυσκολεύτηκε άλλωστε να παραιτηθεί από τη δουλειά της. «Δεν θέλω να υπόσχομαι βοήθεια που δεν έρχεται ποτέ», είπε στους προϊσταμένους της, στο υπουργείο Προνοίας.

Ο δρόμος την έβγαλε στο Παρίσι και στο Σαν Φρανσίσκο για σπουδές και μόλις στα 25 της βρέθηκε στη Νέα Υόρκη. Το Μουσείο Γουίτνεϊ τής έδωσε την κεντρική θέση στην έκθεση των νέων καλλιτεχνών, οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» εκθείασαν το μνημειακό Τόξο της και η αρχή μιας επιτυχημένης καριέρας ξεκίνησε.

Τα Κυκλαδικά Βιβλία της, έργα σε γύψο και πηλό, που θεωρούνται προάγγελοι του μινιμαλισμού ήταν το πρώτο της βήμα ως γλύπτρια, αλλά γνωστή άρχισε να γίνεται με τα Μεταλλικά Ανάγλυφα, μέσα από τα οποία εκφράζει το συνεχές ενδιαφέρον της για τα σύμβολα επικοινωνίας. Το 1962 ήταν η πρώτη που χρησιμοποίησε νέον στα γλυπτά της, με διασημότερο την Κλυταιμνήστρα (1968) –εκδοχή της οποίας βρίσκεται στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

Ισορροπώντας το ενδιαφέρον της ανάμεσα στο φως και τον χώρο, στη γλώσσα και την αρχιτεκτονική, αφέθηκε στον πειραματισμό, λάτρεψε τα πολλά διαφορετικά υλικά –γύψο, μάρμαρο, αλουμίνιο, νέον και χρώμα –έπαιξε με το τυχαίο με την ίδια ευκολία που έπαιξε με τα γράμματα της αλφαβήτου και κατάφερε να γράψει το δικό της μεγάλο κεφάλαιο στην παγκόσμια Ιστορία της Σύγχρονης Τέχνης.