Ο Δεκέμβριος έφερε στενοχώριες στους κινηματογραφόφιλους κι εμείς ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στους πρωταγωνιστές της μεγάλης οθόνης που αποχαιρετήσαμε φέτος

Ο Πίτερ Ο’Τουλ ήταν ο τελευταίος µιας παρέας ορκισµένης να µην αφήσει κανένα µπουκάλι αδειανό και καµία ευκαιρία για σαµατά να πάει χαµένη, γεννηµένος «hellraiser» δηλαδή, που λένε και οι βρετανοί. Σαν τους κολλητούς του: τον Ρίτσαρντ Χάρις, τον Ολιβερ Ριντ, τον Πίτερ Φιντς και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον. Μόνο που ο θάνατος του Ο’Τουλ ήταν µάλλον γαλήνιος –και εντελώς ανάρµοστος µε τη ζωή του.

Μιλάμε για τον άνθρωπο που κάποτε έστειλε στους φίλους του προσκλητήρια για πρωτοχρονιάτικο πάρτι όπου αναγραφόταν η εξής φράση: «Σεξ, παράνοια, δολοφονίες, μέθη, κραυγές, στριγκλιές και σπάσιμο οστών: Αυτές οι μικρές χαρές αποτελούν την αποδεκτή συμπεριφορά». Επρόκειτο για μια φράση-σύνθημα της παρέας εκείνης, μια φράση την οποία καιυποστήριζαν επί καθημερινής βάσεως.

Ενα βράδυ, η παρέα αυτή βρέθηκε σε μια ιρλανδέζικη παμπ, όταν ο ιδιοκτήτης αναγκάστηκε να τους μεταφέρει τα κακά νέα: η ώρα είχε περάσει και, σύμφωνα με τους κανονισμούς, το μαγαζί έπρεπε να κλείσει. Το πρόβλημα ξεπεράστηκε επιτόπου όταν οι Μπάρτον, Ο’Τουλ, Ριντ και Φιντς… αγόρασαν το μαγαζί. Η επιταγή που έκοψαν βέβαια ανακλήθηκε την αμέσως επόμενη ημέρα, παρέμειναν όμως φίλοι με τον ιδιοκτήτη ώς τον θάνατό του. Ε, για τέτοιους τύπους μιλάμε.

Ο Πίτερ Φιντς «έφυγε» πρώτος και μάλιστα υπήρξε και ο πρώτος που κέρδισε μεταθανάτιο Οσκαρ για την ερμηνεία του στο αριστουργηματικό «Δίκτυο», το 1976. Ακολούθησε ο Ολιβερ Ριντ το 1999, ο οποίος πέθανε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Μονομάχου» ύστερα από γερή κατανάλωση αλκοόλ. Τρίτος, ο Ρίτσαρντ Χάρις, το 2002, από πνευμονία –και πολλοί πίστεψαν πως ο Ο’Τουλ θα έπαιρνε τον ρόλο του Αλμπους Ντάμπλντορ στις εναπομείνασες ταινίες της σειράς του «Χάρι Πότερ». Καμιά εταιρεία όμως δεν δεχόταν να… ασφαλίσει τον ηθοποιό.

Ο Ο’Τουλ αποσύρθηκε από την υποκριτική το 2012, ωστόσο υπήρχαν φήμες πως θα επέστρεφε στην ενεργό δράση για τις ανάγκες μιας ταινίας με τίτλο «Η Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας». Αλλωστε, ο ίδιος ήταν διατεθειμένος να δουλέψει ώς το τέλος της ζωής του. Οταν πληροφορήθηκε πως το 2003 θα λάμβανε ένα τιμητικό «χρυσό αγαλματίδιο» για τη συνολική του προσφορά στην Εβδομη Τέχνη, θερμοπαρακάλεσε την Ακαδημία να του το αρνηθεί. «Εχω ακόμη πολλά να δώσω», τους είπε, αλλά αργότερα το ξανασκέφτηκε. Τρία χρόνια μετά βρέθηκε ξανά υποψήφιος για το «Venus», αλλά και πάλι έφυγε με άδεια χέρια –είχε προ πολλού όμως κατακτήσει την αθανασία.

Τζόαν Φοντέιν

Πιλότος αεροπλάνου, πρωταθλήτρια στην πτήση αερόστατου, δεινή γκόλφερ και με πτυχίο αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων, η Τζόαν Φοντέιν ήταν σίγουρα πολυτάλαντη και άλλο τόσο παθιασμένη. Τα μεγάλα, έντονα μάτια της κόσμησαν πολλά γνωστά και λιγότερο γνωστά μελοδράματα, η ίδια όμως είχε ιδανική «κοψιά» σταρ της εποχής και την αξιοποίησε στο έπακρο. Σχεδόν τελευταία εκπρόσωπος εκείνης της Χρυσής Χολιγουντιανής εποχής (κι ας γύρισε τις πιο διάσημες ταινίες της στην Αγγλία –δηλαδή «Υποψίες» και «Ρεμπέκα», σε σκηνοθεσία και οι δύο του Χίτσκοκ), η Φοντέιν κόσμησε άπειρα πρωτοσέλιδα και, φυσικά, έκανε και αρκετούς γάμους, τέσσερις για την ακρίβεια. Οταν μάλιστα πήρε διαζύγιο από τον τελευταίο της σύζυγο, τον Αλφρεντ Ράιτ, το 1969, δήλωσε: «Ο γάμος ως θεσμός είναι τόσο νεκρός όσο και το ντόντο» (σ.σ.: είδος προϊστορικού πουλιού).

Παραλίγο μάλιστα να προσθέσει και έναν πέμπτο γάμο στο ενεργητικό της: ο γνωστός για τις εκκεντρικότητές του εκατομμυριούχος Χάουαρντ Χιουζ την παρακαλούσε να τον παντρευτεί, ενώ μάλιστα διατηρούσε παράλληλα σχέση με την… αδελφή της, την Ολίβια ντε Χάβιλαντ. Και φυσικά οι ιστορίες που αφορούν τον ανταγωνισμό τους δεν χωράνε, όχι σε ένα δισέλιδο, αλλά σε μια εφημερίδα ολόκληρη. Σκεφθείτε πως το 1949 και οι δύο βρίσκονταν υποψήφιες για Οσκαρ α’ γυναικείου ρόλου. Η Ντε Χάβιλαντ για το «Αύριο δεν θα ξημερώσει» («Hold back the dawn», 1941) κι εκείνη για τις «Υποψίες» για τις οποίες και κέρδισε. «Οταν ανακοινώθηκε το βραβείο, πάγωσα ολόκληρη. Κοίταξα προς την άλλη άκρη του τραπεζιού, όπου καθόταν η Ολίβια, ώσπου μου φώναξε «Ανέβα πάνω, σφυρίζοντας»», διηγείται η Φοντέιν. «Νόμισα πως θα με αρπάξει από τα μαλλιά». Η Ολίβια ντε Χάβιλαντ θα κερδίσει συνολικά δύο Οσκαρ, «αλλά εγώ κέρδισα πρώτη» θα πει χαιρέκακα σε μια από τις συνεντεύξεις της η Φοντέιν. Οι δύο αδελφές είχαν να μιλήσουν από το 1975 –η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ ζει ακόμη.

Πολ Γουόκερ

«Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι ίσως πρέπει να συμμαζευτώ. Πως μου αρέσει η ιδέα του γάμου. Μετά σκέφτομαι πόσο μου αρέσουν τα αυτοκίνητά μου και συνειδητοποιώ πως κάτι πρέπει να κάνω με τις προτεραιότητές μου», έλεγε ο Πολ Γουόκερ, ο οποίος τελικά βρήκε τον θάνατο στο τραγικό αυτοκινητικό δυστύχημα της 1ης Δεκεμβρίου (ως συνοδηγός της μοιραίας Porsche Carrera GT –αν και δύσκολα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει τον τύπο του αμαξιού μετά το ατύχημα, τόσο ισχυρή ήταν η σύγκρουση). Ο ηθοποιός πέθανε στη μέση των γυρισμάτων της τελευταίας συνέχειας του «Fast and the Furious» και λίγες ημέρες μετά τον χαμό, η παραγωγός εταιρεία στράφηκε στον αδελφό του για το γύρισμα των σκηνών που έχουν απομείνει! Ας σημειωθεί πως ο τελευταίος δεν έχει ακόμη απαντήσει σχετικά με το αν θα δεχτεί ή όχι τον ρόλο.

Τζέιµς Γκαντολφίνι

Να κι ένας θάνατος καθ’ όλα αναπάντεχος. Αν και σκληρός μαφιόζος στην περίφημη σειρά «The Sopranos», ο Τζέιμς Γκαντολφίνι πρέπει να ήταν από τις πιο συμπαθείς φυσιογνωμίες στο Χόλιγουντ και σίγουρα ένας εκ των πιο ταλαντούχων ηθοποιών του. Θυμηθείτε τον στο «Killing them softly», δίπλα στον Μπραντ Πιτ –εκείνη τη σκηνή όπου πρωτοεμφανίζεται, μεθυσμένος, σχεδόν τρεκλίζοντας, σ’ ένα αεροδρόμιο. Κανείς, μα κανείς, ηθοποιός δεν θα μπορούσε να εδραιώσει έναν χαρακτήρα από τα πρώτα κιόλας πλάνα με τον τρόπο που το έκανε εκείνος. Ο οποίος, ας το πούμε κι αυτό, «έφυγε» αφήνοντας μια σπουδαία τελευταία ερμηνεία στη ρομαντική κομεντί «Εκεί που δεν το περιμένεις», η οποία ακόμη προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες. Ο Γλαντολφίνι άφησε την τελευταία του πνοή ενώ έκανε διακοπές στην Ιταλία με τον 13χρονο γιο του στα 51 του χρόνια –είχε όμως προλάβει να αφήσει λεπτομερή διαθήκη (η περιουσία του έφθανε τα 70 εκατομμύρια δολάρια).

Κάρεν Μπλακ

Δεν γίνεται να αγαπάς τον αμερικανικό κινηματογράφο και να αγνοείς την Κάρεν Μπλακ! Από τον «Ξένοιαστο καβαλάρη» δίπλα στους Ντένις Χόπερ, Πίτερ Φόντα και Τζακ Νίκολσον, τον «Μεγάλο Γκάτσμπι», παρέα με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και από την τελευταία ταινία του Αλφρεντ Χίτσκοκ με τίτλο «Οικογενειακή συνωμοσία» μέχρι το αριστουργηματικό «Πέντε εύκολα κομμάτια», ξανά δίπλα στον Νίκολσον –ρόλος για τον οποίο κέρδισε και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ -, η Μπλακ έγινε έμβλημα του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου (είχε έναν καλό ρόλο στο «Νάσβιλ» του Ρόμπερτ Αλτμαν) για να χαθεί στα 80s σε δεύτερους ρόλους. Οταν πια τη συναντούσες μονάχα σε ταινίες τρόμου τρίτης διαλογής, η Μπλακ επέστρεψε για την ολοκλήρωση του «Dark Blood» (της τελευταίας ταινίας του Ρίβερ Φίνιξ που γυρίστηκε το 1993 αλλά προβλήθηκε για πρώτη φορά παγκοσμίως το 2012). Μια crowdfunding καμπάνια μέσω Διαδικτύου, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για την πολυέξοδη θεραπεία της για τον καρκίνο, έμεινε στα μισά…