Η αδυναμία του ελληνικού κράτους να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί παθολογική. Είναι πολλά τα παραδείγματα που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει, αλλά σ’ αυτό το κείμενο θα περιοριστώ σε ένα ζήτημα που το θεωρώ εξαιρετικά σοβαρό: τη ρύθμιση των σχέσεων των ομόφυλων ζευγαριών. Είναι εξαιρετικά σοβαρό γιατί έχει να κάνει με την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, με την ισονομία και την ποιότητα του κράτους δικαίου. Επιπλέον, είναι ένα πρόβλημα που αναδεικνύει τη θεσμική υστέρηση της Ελλάδας και έχει μεγάλο κόστος: πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και κυρίως ατομικό –ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας είναι ουσιαστικά πολίτες Γ’ κατηγορίας.

Το εξωφρενικό της υπόθεσης είναι ότι ενώ η χώρα μας θα έπρεπε να έχει ήδη ρυθμίσει τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, αρνείται ακόμα και τώρα να τα συμπεριλάβει στο σύμφωνο συμβίωσης! Θυμίζω ότι έχει προηγηθεί καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και υπάρχει ήδη ευρύτατη συναίνεση (πολιτική αλλά και κοινωνική) για να προστατευθεί τουλάχιστον το μίνιμουμ των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών.

Αυτό έχει οδηγήσει στη σχιζοφρενική κατάσταση να γίνεται αγώνας για το έλασσον και να παραβλέπεται (προσωρινά έστω) το μείζον που είναι το διακύβευμα: θεωρώ ότι πρέπει άμεσα να αναγνωριστεί και να ρυθμιστεί το δικαίωμα σύναψης πολιτικού γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια. Εχω γράψει για το ζήτημα αυτό και στο παρελθόν («Τι αξία έχει ο γάμος στην αγάπη μας μπροστά;», «Βήμα των Ιδεών», Ιούλιος 2008), αλλά αυτή τη φορά η ανάγκη για άμεση αναγνώριση είναι επιτακτική για πολλούς λόγους. Ενας εξ αυτών είναι οι ραγδαίες διεθνείς θεσμικές εξελίξεις που ήδη έχουν οδηγήσει (ή αναμένεται να οδηγήσουν) στην αναγνώριση του πολιτικού γάμου ομόφυλων ζευγαριών σε όλες τις θεσμικά ώριμες φιλελεύθερες συνταγματικές δημοκρατίες (στην Ευρώπη: Αγγλία, Βέλγιο, Γαλλία, Δανία, Ισλανδία, Ισπανία, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Σουηδία).

Θυμίζω ότι η Ελλάδα έχει ένα ιδιαίτερα προοδευτικό οικογενειακό δίκαιο μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1983 και του 2002 που μπορεί εύκολα να ενσωματώσει τις αλλαγές. Επιπλέον, είναι και πολιτικά εφικτό: ένας μεγάλος αριθμός κομμάτων έχει υιοθετήσει την πρόταση: o ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜΑΡ, η Δράση, η Φιλελεύθερη Συμμαχία και οι Οικολόγοι Πράσινοι. Δυστυχώς δεν το έχουν κάνει τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης, αλλά γνωρίζω ότι και στα δύο υπάρχουν πολλά στελέχη που την υιοθετούν. Ο συγγραφέας αυτού του κειμένου έχει σε πολλά θέματα διαφορετικές απόψεις από εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ, όμως του αναγνωρίζει ότι σε αρκετά ζητήματα που άπτονται των ατομικών δικαιωμάτων (δυστυχώς όχι σε όλα) το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει προοδευτικές θέσεις. Η ευθύνη λοιπόν που πέφτει στον ΣΥΡΙΖΑ να προωθήσει και αυτό το θέμα είναι μεγάλη. Εχει όμως συμμάχους του μεγάλο μέρος της Αριστεράς και το σύνολο σχεδόν των φιλελεύθερων.

Πρέπει να τονίσω εδώ ότι ο νόμος θα πρέπει απαραίτητα να καλύπτει πλήρως και τις τέσσερις κατηγορίες ελλήνων πολιτών που τώρα αντιμετωπίζονται με χυδαίες διακρίσεις γιατί η σεξουαλική ταυτότητά τους είναι διαφορετική από την κυρίαρχη (λεσβίες, γκέι, αμφισεξουαλικοί, τρανς).

Δεν θα επαναλάβω τα επιχειρήματα υπέρ της αναγνώρισης του γάμου. Οχι απλώς γιατί το έχω ήδη κάνει, ενώ τα αντεπιχειρήματα απαντώνται εύκολα, αλλά διότι θεωρώ ντροπή να συζητάμε ακόμα για θέματα ισονομίας, να αμφισβητούμε δηλαδή το δικαίωμα συμπολιτών μας να έχουν τα ίδια δικαιώματα με μας.

Θα επαναλάβω απλώς ένα και μόνο επιχείρημα, το ίδιο που χρησιμοποίησε το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ, το πρώτο δικαστήριο διεθνώς που στις 18 Νοεμβρίου 2003 έκρινε ότι τα ομόφυλα ζευγάρια έχουν το δικαίωμα του γάμου, ένα δικαίωμα που θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, στις αρχές της ισότητας απέναντι στον νόμο και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας:

«Το να απαγορεύεις την πρόσβαση στην προστασία, στα οφέλη και στις υποχρεώσεις ενός πολιτικού γάμου σε ένα άτομο που αποφασίζει να ζήσει σε μια μονογαμική ερωτική σχέση με άτομο του ιδίου φύλου αποτελεί αυθαίρετο αποκλεισμό του από έναν από τους σημαντικότερους και πολυτιμότερους θεσμούς της κοινωνίας μας. Αυτός ο αποκλεισμός είναι ασύμβατος με τις συνταγματικές αρχές του σεβασμού στην ατομική αυτονομία και την ισότητα απέναντι στον νόμο».

Ο Αρ. Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών