Αμφιβολίες για την αξία της λήψης συμπληρωμάτων βιταμίνης D για την προστασία από νοσήματα όπως ο καρκίνος, ο διαβήτης και η άνοια εγείρει μία νέα ανάλυση.

Την ανάλυση, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «The Lancet Diabetes and Endocrinology», πραγματοποίησαν βέλγοι και γάλλοι επιστήμονες οι οποίοι γράφουν ότι τα χαμηλά επίπεδά της δεν αποτελούν πλήγμα για την υγεία.

Την τελευταία δεκαετία, ολοένα περισσότερες μελέτες είχαν συσχετίσει τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D με πλήθος μη οστικών ασθενειών, όπως η νόσος του Πάρκινσον, η άνοια, διάφορες μορφές καρκίνου, ο σακχαρώδης διαβήτης και φλεγμονώδη νοσήματα.

Για να διερευνήσουν περαιτέρω το θέμα, ο καθηγητής Φιλίπ Ωτιέ, διευθυντής Έρευνας στο Διεθνές Ίδρυμα Έρευνας της Πρόληψης (IPRI), στη Λυόν, και οι συνεργάτες του εξέτασαν τα στοιχεία από 290 προοπτικές μελέτες και 172 τυχαιοποιημένες μελέτες, στις οποίες συμμετείχαν συνολικά πάνω από ένα εκατομμύριο εθελοντές.

Η προοπτική μελέτη παρατήρησης είναι μία κλινική μελέτη κατά την οποίαερευνητές παρακολουθούν για κάποιο χρονικό διάστημα ανθρώπους με παρόμοια χαρακτηριστικά (λ.χ. φύλο και ηλικία), οι οποίοι διαφέρουν ως προς τον παράγοντα που αποτελεί αντικείμενο της μελέτης (εν προκειμένω, αν έχουν ή όχι χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D ή αν παίρνουν συμπληρώματα της βιταμίνης).

Η τυχαιοποιημένη μελέτη είναι αυτή κατά την οποία οι εθελοντές που έχουν επιλεγεί χωρίζονται στην τύχη σε ομάδες, η μία εκ των οποίων θα υποβληθεί στην θεραπεία που αποτελεί αντικείμενο της μελέτης και μία άλλη θα είναι αυτή με την οποία θα συγκριθούν τα ευρήματα από τις υπόλοιπες (ομάδα ελέγχου).

Στις ομάδες ελέγχου είθισται να χορηγούνται οι κλασικές, τεκμηριωμένες θεραπείες και οι ανενεργές ουσίες (ψευδοφάρμακα ή placebo).

Μεγάλος αριθμός από τις μελέτες παρατήρησης στη νέα ανάλυση έδειξαν ότι τα υψηλά επίπεδα βιταμίνης D παρέχουν πολλά οφέλη στην υγεία, όπως η μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακού επεισοδίου έως και 58%, διαβήτη έως 38% και καρκίνου του παχέος εντέρου έως 33%.

Ωστόσο οι τυχαιοποιημένες μελέτες, στις οποίες είχαν χορηγηθεί συμπληρώματα βιταμίνης D και ψευδοφάρμακα, δεν έδειξαν μείωση του κινδύνου, ακόμα και σε εθελοντές οι οποίοι κατά την έναρξή τους είχαν χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης στο αίμα τους.

Η διαφορά αυτή υποδηλώνει ότι «οι μειώσεις στα επίπεδα της βιταμίνης D αποτελούν δείκτη φθίνουσας πορείας της υγείας», εξήγησε ο δρ Ωτιέ.

Και συνέχισε: «Ως φαίνεται, η γήρανση και οι φλεγμονώδεις διεργασίες που παίζουν ρόλο στην εμφάνιση των νοσημάτων μειώνουν τις συγκεντρώσεις της και γι’ αυτό η έλλειψή της εμφανίζεται να σχετίζεται με τόσο ευρεία κλίμακα νοσημάτων».

Τα νέα ευρήματα, εντούτοις, δεν ισχύουν για τα οστικά προβλήματα, διότι αφ’ ενός δεν συμπεριελήφθησαν στην ανάλυση μελέτες για νοσήματα των οστών, αφ’ ετέρου είναι τεκμηριωμένο εδώ και σχεδόν έναν αιώνα ότι η χορήγηση διατροφικών συμπληρωμάτων βιταμίνης D σε όσους έχουν ανεπάρκεια βελτιώνει την υγεία των οστών,σχολίασε ο δρ Κόλιν Μίτσι, επικεφαλής της Διατροφικής Επιτροπής του Βασιλικού Κολεγίου Παιδιατρικής & Υγείας Παίδων (RCPCH) της Βρετανίας.