Οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προοπτική αναιμικής ανάπτυξης στην οικονομία της ευρωζώνης κατά την επόμενη διετία 2014-2015 και η επιλογή της λιτότητας, με την παράταση των συνεπειών της, ως βασικής πολιτικής της διαχείρισης του χρέους στην ευρωζώνη αποδεικνύουν τις τάσεις επιδείνωσης, στο παρόν και το μέλλον, των αρνητικών επιδράσεων στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών περισσότερο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και λιγότερο των ΗΠΑ.

Τα αίτια για την αναιμική ανάπτυξη (-0,4% το 2013 και 1,1% αύξηση του ΑΕΠ το 2014) της ευρωζώνης σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι, κατά κύριο λόγο, η ασθενική ιδιωτική ζήτηση και οι περιορισμένες επενδύσεις, γεγονός που καταγράφει το σημείο καμπής που βρίσκεται η ευρωπαϊκή οικονομία και τη διατήρηση σε υψηλό επίπεδο της ανεργίας (12,2% το 2013 και 12,3% το 2014).

Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστική πρόσφατη μελέτη (ΟΟΣΑ, 2013) στην οποία οι Ελληνες καταγράφουν τη μεγαλύτερη μείωση ικανοποίησης της διαβίωσής τους κατά 20% την περίοδο 2007-2012, οι Ιταλοί καταγράφουν μείωση 12%, η Ισπανία και οι ΗΠΑ καταγράφουν μείωση 10%. Επομένως το ερώτημα είναι εάν το «κέντρο της Ευρώπης» μετά την επιβολή στις μεσογειακές χώρες του αναπτυξιακού μοντέλου της άνισης ανάπτυξης θα συνεχίζει να επιβάλλει τις ασκούμενες πολιτικές λιτότητας, μετατρέποντας τη Μεσόγειο σε «θύλακα ανεργίας», εξασφαλίζοντας σημαντικά πλεονάσματα ή στα πλαίσια μιας ομοσπονδιακής και ισομερούς ανάπτυξης Ευρώπης θα παραμείνουν τα πλεονάσματα στη Μεσόγειο, σε όφελος της μεσογειακής οικονομίας, της απασχόλησης, της παραγωγικότητας και της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου.

Πράγματι, το «κέντρο της Ευρώπης» και ειδικότερα η Γερμανία την τελευταία δεκαετία εξασφάλισε σημαντικά πλεονάσματα τα οποία ουσιαστικά αντιστοιχούσαν σε σημαντικά ελλείμματα της Mεσογειακής Ευρώπης τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από μεγάλες κεφαλαιακές εισροές δανεισμού. Συγκεκριμένα από το 2010 και μετά, όταν στη Μεσογειακή Ευρώπη επιβλήθηκε από το «κέντρο της Ευρώπης» η αδιέξοδη πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης για τη μείωση των ελλειμμάτων χωρίς ταυτόχρονα να μειώνονται τα εμπορικά πλεονάσματα της Βόρειας Ευρώπης, διαπιστώνεται η άσκηση σοβαρών πιέσεων στη διεθνή οικονομία. Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι δεν έχει κατανοηθεί σε βάθος από το «κέντρο της Ευρώπης» και ειδικότερα από τη Γερμανία ότι από τη στιγμή που δεν μπορούν όλες οι χώρες να διαθέτουν ταυτόχρονα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα (P. Krugman, 2013), απαιτείται η εγκαθίδρυση στην Ευρώπη της ριζοσπαστικής επιλογής της ισομερούς ανάπτυξης με την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, την αύξηση των μισθών, την αύξηση των κοινωνικών δαπανών και της απασχόλησης, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η κατάσταση λιτότητας στη Μεσόγειο. Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτής της ριζοσπαστικής επιλογής της ισομερούς ανάπτυξης της Ευρώπης απαιτείται η επανεξέταση των τριών κριτηρίων του Μάαστριχτ, με την προσθήκη τέταρτου κριτηρίου που θα αναφέρεται στο επίπεδο της απασχόλησης ή στο επίπεδο της ανεργίας ως αναγκαίο μέτρο ουσιαστικής και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ανεργίας στην Ευρώπη.

Ακριβώς σε αυτά τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα του «κέντρου της Ευρώπης» και ειδικότερα της Γερμανίας αναφέρεται και η πρόσφατη έκθεση του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ τα οποία τα θεωρεί «επικίνδυνα, ευνοώντας τον αποπληθωρισμό στην ευρωζώνη και την παγκόσμια οικονομία».

Η αναφορά αυτή σημαίνει ότι το «κέντρο της Ευρώπης» και η Γερμανία απαιτείται άμεσα να κατανοήσουν την πραγματική διάσταση των οικονομικών προβλημάτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Προωθητική δύναμη αυτής της κατανόησης απαιτείται να είναι, κατά βάση, η αναδιάρθρωση του χρέους των μεσογειακών χωρών και η χαλάρωση της ασκούμενης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) νομισματικής πολιτικής με την ενεργοποίηση μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης, μείωσης του βασικού επιτοκίου που διαμορφώθηκε πρόσφατα (7/11/13) στο 0,25% και χορήγησης φθηνών και μακροπρόθεσμων δανείων στις τράπεζες, προκειμένου να ανασχεθεί η αποβιομηχάνιση και να χρηματοδοτηθεί η ανάκαμψη της μεσογειακής και ευρωπαϊκής οικονομίας. Διαφορετικά, θα αυξηθεί διεθνώς το κόστος λιτότητας το οποίο θα εκφρασθεί με τη συνέχιση της αύξησης της ανεργίας και της φτώχειας, τόσο στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες της παγκόσμιας οικονομίας.

Ο Σ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ