Η αλήθεια είναι ότι έχεις το δικαίωμα να είσαι πολλά όταν συγκαταλέγεσαι στους πλουσιότερους κατοίκους του πλανήτη και διευθύνεις μία από τις επιχειρήσεις με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο.
Τρία χρόνια αργότερα κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, με ειδίκευση στα δίκτυα υπολογιστών, και το 1982 εκπονεί διδακτορική διατριβή στο ίδιο ίδρυμα με αντικείμενο την ανάπτυξη λογισμικού.
Την ίδια στιγμή, η γυναίκα του περνά τον καιρό της σε ένα από τα πολλά σπίτια που έχει αποκτήσει το ζεύγος, ένα παραθαλάσσιο αρχοντικό αξίας 23 εκατ. δολαρίων στο νησί Ναντάκετ της Μασαχουσέτης.
Αν όλα αυτά σας φαίνονται βγαλμένα από επεισόδιο της «Τόλμης και γοητείας», σίγουρα δεν φαντάζουν το ίδιο στα μάτια του Σμιτ, η περιουσία του οποίου φτάνει τα 8,3 δισ. δολάρια, γεγονός που του χάρισε την 138η θέση στη λίστα του «Forbes» με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο.
Το 2007 το περιοδικό «PC World» τον κατέταξε πρώτο στη λίστα με τους 50 πιο σημαντικούς ανθρώπους του Διαδικτύου. Είναι μέλος της περιβόητης Λέσχης Μπίλντερμπεργκ και υπήρξε βασικός χρηματοδότης της προεκλογικής εκστρατείας του Μπαράκ Ομπάμα.
Διασταυρούμενα πυρά από την Ευρωπαϊκή Ενωση
Τα φιλανθρωπικά ενδιαφέροντα του Ερικ Σμιτ επικεντρώνονται στην προστασία του περιβάλλοντος και δη των ωκεανών. Τα ενδιαφέροντα της εταιρείας του, όμως, δεν είναι πάντα αγαθοεργά.
Η Google έχει βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο κυβερνήσεων, εταιρειών και πολιτών εξαιτίας της συχνά αμφιλεγόμενης δράσης της: από τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών και την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά μέχρι τις μεθόδους φοροαποφυγής που μετέρχεται και την άρνησή της να αποδίδει στις εφημερίδες μέρος από τα κέρδη που αποκομίζει χρησιμοποιώντας το περιεχόμενό τους.
Και ο ίδιος ο Σμιτ, όμως, έχει βρεθεί στο επίκεντρο κριτικής για διάφορες δηλώσεις του. Πρόσφατα, αναφερόμενος στο πρόγραμμα Prism της NSA, υποστήριξε ότι «η κατασκοπεία και οι παρακολουθήσεις είναι στη φύση της κοινωνίας μας», κάνοντας πολλούς να μιλήσουν για δημόσια παραδοχή ότι η Google δρα ως Μεγάλος Αδελφός. Αυτό, άλλωστε, είχε πει πέρυσι και η επίτροπος Δικαιοσύνης της ΕΕ Βίβιαν Ρέντινγκ, παρομοιάζοντας την εταιρεία του Σμιτ με μια «οργουελική συσκευή παρακολούθησης».
Η οργισμένη αποστροφή της επιτρόπου – όπως άλλωστε και η δήλωσή της ότι «η Google έχει τσαλαπατήσει την ευρωπαϊκή νομοθεσία» – δεν ήταν τυχαία. Η εταιρεία βρισκόταν τότε στο στόχαστρο των Αρχών για το «σκάνδαλο Street View», της δημοφιλούς υπηρεσίας φωτογραφικής απεικόνισης της Google, η λειτουργία της οποίας απαγορεύθηκε στην Ελλάδα το 2009 από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Τον Μάιο του 2010 είχε αποκαλυφθεί ότι τα οχήματα της υπηρεσίας συνέλεγαν προσωπικά δεδομένα χρηστών στα οποία αποκτούσαν πρόσβαση από ξεκλείδωτα δίκτυα.
Τον Μάρτιο του 2012 η Google βρέθηκε αντιμέτωπη με τη μήνιν της Ευρωπαϊκής Ενωσης όταν έθεσε σε ισχύ τη νέα πολιτική απορρήτου των υπηρεσιών της. Οι επίμαχοι κανόνες επιτρέπουν στην εταιρεία να συλλέγει και να διαμοιράζει τα δεδομένα των χρηστών από όλες τις υπηρεσίες της (YouTube, Gmail, Google+, Blogger κ.λπ.).
Η Κομισιόν ζήτησε από την Google να αναστείλει την εφαρμογή της νέας πολιτικής, κρίνοντας ότι δεν διαφυλάσσεται η ιδιωτικότητα των χρηστών. Η Google, όμως, δεν συμμορφώθηκε. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στην εταιρεία τέσσερις μήνες διορία για να αλλάξει την πολιτική απορρήτου. Εις μάτην. Η Google αγνόησε την προειδοποίηση και, πλέον, ήταν η σειρά των κρατών να αναλάβουν δράση: σήμερα η εταιρεία βρίσκεται υπό διερεύνηση σε έξι ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία, Βρετανία, Ιταλία και Ολλανδία).
Πριν από λίγες ημέρες η γαλλική Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (CNIL) απείλησε την Google με χρηματικό πρόστιμο. «Της ζητάμε να σεβαστεί τον νόμο. Να ανοίξει το «μαύρο κουτί» της και να μας πει τι κάνει με τα δεδομένα των χρηστών», δήλωσε στη «Λιμπερασιόν» η πρόεδρος της Αρχής, Ιζαμπέλ Φαλκ-Πιεροτάν.
Μιλώντας από την Αθήνα, την περασμένη Πέμπτη, ο Σμιτ εμφανίστηκε αλαζονικός όταν ρωτήθηκε από «ΤΑ ΝΕΑ» γιατί η Google δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις της Κομισιόν: «Διαφωνώ με τις Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και με τις συστάσεις τους» είπε. Στην απάντησή του – που έκανε τον γύρο του κόσμου μέσω του Associated Press – ο Σμιτ παραδέχθηκε, ουσιαστικά, ότι δεν εφαρμόζει τον νόμο διότι… δεν συμφωνεί μαζί του! «Θα αφήσουμε το θέμα να εξελιχθεί μόνο του» πρόσθεσε, λέγοντας εμμέσως ότι η Google θα συνεχίσει να αδιαφορεί.
Εκανε… επιστήμη τη φοροαποφυγή
Αίσθηση έχουν προκαλέσει οι αποκαλύψεις για φοροαποφυγή την οποία η Google φαίνεται ότι έχει αναγάγει σε… επιστήμη. Ο αμερικανικός κολοσσός επινοεί διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να αποφύγει τη φορολόγηση των εσόδων του.
Πώς το πετυχαίνει αυτό; Μεταφέροντας στο εξωτερικό κεφάλαια που προέρχονται από τις δραστηριότητές του σε χώρες με υψηλή φορολογία. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η Google χρεώνει τις διαφημίσεις που πουλά στην εταιρεία Google Ireland Ltd με έδρα την Ιρλανδία, όπου ο φορολογικός συντελεστής είναι 12,5%. Τα έσοδα της Google Ireland από τις διαφημίσεις στην Ελλάδα εκτιμάται ότι φτάνουν τα 65 εκατ. ευρώ τουλάχιστον.
Η εταιρεία ακολουθεί αντίστοιχη μέθοδο στη Βρετανία. «Ο Ερικ Σμιτ, ειδικά σε θέματα φόρων, είναι αυθεντία στο να μην απαντά στα ερωτήματα που του τίθενται. Είναι το αντίθετο της Google (un-Google). Αν ήταν μηχανή αναζήτησης, θα γράφατε την ερώτησή σας και θα εισπράττατε για απάντηση μια κενή σελίδα» έγραψε δηκτικά η «Γκάρντιαν».
Η πρακτική της φοροαποφυγής διευρύνεται και στον κόσμο των ειδήσεων. Η Google δέχεται τα πυρά της εκδοτικής βιομηχανίας διότι χρησιμοποιεί το περιεχόμενο εφημερίδων και περιοδικών χωρίς άδεια. Επιχειρήσεις μέσων μαζικής ενημέρωσης από όλο τον κόσμο διεκδικούν τον λεγόμενο «δασμό Google», δηλαδή ένα ποσό για κάθε σύνδεσμο που η εταιρεία αναρτά στη μηχανή αναζήτησής της και παραπέμπει στο περιεχόμενό τους.
Στη Γαλλία η εταιρεία δέχθηκε να καταβάλει 60 εκατ. ευρώ «προκειμένου να διευκολύνει τη μετάβαση του Τύπου στον ψηφιακό κόσμο». Στη Γερμανία ψηφίστηκε πρόσφατα νόμος που επιτρέπει στις εφημερίδες να διεκδικήσουν χρήματα από τις μηχανές αναζήτησης, ενώ στην Ιταλία οι εκδότες αποφασίζουν εκείνοι πόσα και ποια άρθρα θα αναρτώνται στο Google News.