Ενα ντροπαλό χαμόγελο, μια γενναιόδωρη καρδιά και μια εμμονή για τα λουλούδια είναι αυτό που θυμούνται όσοι γνώρισαν ή συνάντησαν τον Μιχάλη Ασλάνη. Στις δόξες του, στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Αλλά και στα δύσκολα, μοναχικά τελευταία χρόνια της ζωής του.

Γεννήθηκε στη Χαλκίδα και τα ξαφνιάσματα της εφηβείας του έδειχναν έντονα προς το πάθος του για τη μόδα. «Μαγευόμουνα με τις φωτογραφίες των ρούχων του Τσεκλένη με την Εφη Μελά και την Ελενα Ναθαναήλ, του Ντίμη Κρίτσα και των άλλων σχεδιαστών που δημοσίευε η «Γυναίκα» και σκεφτόμουν ότι αυτός είναι ο χώρος όπου θέλω να δουλέψω και να δημιουργήσω», έγραφε ο ίδιος στο βιογραφικό του σημείωμα στην έκδοση του Δημήτρη Δ. Λυμπερόπουλου «Ελληνική μόδα 1900-2000, ένας αιώνας δημιουργίας».

Εγκαθίσταται στην Αθήνα, σε μια γκαρσονιέρα στη Δημοχάρους στο Κολωνάκι, και αρχίζει να παρακολουθεί μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης και Φωτογραφίας στη Σχολή Βακαλό. Παράλληλα σχεδιάζει μπλούζες, τις πουλά σε μπουτίκ και πιάνει τον στόχο του: το 1974 κάνει την πρώτη του συλλογή και το πρώτο του εξώφυλλο στη «Γυναίκα». Τον επόμενο χειμώνα ο Μιχάλης Ασλάνης πλησιάζει το όνειρό του και η πρώτη του επίδειξη γίνεται στις περίφημες 9 Μούσες στην οδό Ακαδημίας, με τις καλλονές της εποχής να φοράνε τα μοντέλα του. Από τότε ο Ασλάνης φαίνεται ότι μαγεύτηκε από το είδωλο της εικόνας που είδε στον καθρέφτη της ελληνικής μόδας και έμεινε εκεί. Για να σχεδιάζει πάντα ρούχα για εξώφυλλα περιοδικών, τουαλέτες προορισμένες για μια ξεχωριστή εμφάνιση. Στο μυαλό του είχε δημιουργήσει τον μικρόκοσμο από γυναίκες μοιραίες, αψεγάδιαστα όμορφες, οι οποίες ζούνε για να τραβάνε τα βλέμματα. Η μόδα για εκείνον ήταν ένα θέαμα με πολλά φώτα και υπερυψωμένες πασαρέλες, παρουσιασμένο σε χώρους όπου η επίδειξη και ο εντυπωσιασμός ήταν συνθήκες μιας επιβεβλημένης ευτυχίας.

Και το υπηρέτησε αυτό το δόγμα ζωής έως που ο ίδιος έγινε θύμα του. Με αφοσίωση και πάθος τελειομανούς. Με μια φαντασία ελεύθερη να τολμά να ζητά τον υπερθετικό βαθμό του λάιφσταϊλ για να δείξει νυφικά με άφθονα μέτρα ακριβής δαντέλας στα φινάλε των σόου του. Με τις αγαπημένες του όμορφες να τον αγκαλιάζουν για ένα ακόμη στιγμιότυπο φευγαλέας επιτυχίας. Με εξοχικό στη Μύκονο, στην περιοχή Κανάλια, το οποίο έχασε αργότερα λόγω τραπεζικών υποχρεώσεων.

Στον κατάλογο των επιτευγμάτων του πρόσθεσε τις νύχτες του με τη Βίκυ Κουλιανού, την Τζένη Μπαλατσινού, τη Βάνα Μπάρμπα και κάθε νέα Σταρ Ελλάς που αναδεικνυόταν από τα καλλιστεία του Ant1 στα 90s. Μετά ήρθε η σειρά της Ρούλας Κορομηλά. Τότε που άνοιγε τα σόου του Ασλάνη στη Σύρο κατεβαίνοντας τα μεγαλοπρεπή σκαλιά του δημαρχιακού μεγάρου της Ερμούπολης. Πριν από το 1999 και την εκπομπή του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου «Κίτρινος Τύπος», όπου οι ενδόμυχες λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του Ασλάνη διαβάστηκαν στον αέρα από τις σελίδες του ημερολογίου, που «αποκτήθηκε υπό μυστηριώδεις συνθήκες».

Η δόξα του Μιχάλη Ασλάνη συνέπεσε με την εποχή της κατασκευασμένης ευμάρειας της χώρας. Το σόου του το 2001 στους χώρους αφίξεων του νεότευκτου αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος, με την παρουσίαση των στολών των υπαλλήλων του αεροδρομίου, ήταν η ένδειξη ότι τα πήλινα πόδια της ελληνικής οικονομίας στήριζαν και το εύθραυστο σύστημα της ελληνικής μόδας. Ενα σύστημα βασισμένο σε δημόσιες σχέσεις, μικρότητες, παρασκήνιο και επιδόσεις υποκριτικής. Μέσα σε αυτό το σύστημα ο Μιχάλης Ασλάνης, ο ανασφαλής εραστής της γυναικείας μόδας, αγωνίστηκε να επιβιώσει. Μάταια…