Η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι αυτές τις ημέρες στα πρωτοσέλιδα των γερμανικών εφημερίδων, με όλους τους αναλυτές να συμφωνούν πλέον ότι θα καταστεί αναγκαίο ένα τρίτο πρόγραμμα βοήθειας. Η Ισπανία μάταια αγωνίζεται να καταπολεμήσει την ανεργία, που έχει φτάσει σε εξωφρενικά επίπεδα. Καμία από τις δύο αυτές χώρες όμως δεν απειλεί πραγματικά αυτή τη στιγμή την ύπαρξη της ευρωζώνης. Το μεγάλο παιχνίδι, το πολύ χοντρό παιχνίδι, παίζεται αλλού. Και με όρους που παραπέμπουν σε προηγούμενους αιώνες.

Ο ιταλός ποιητής Τζάκομο Λεοπάρντι έγραφε το 1826 ότι κανένας Ιταλός δεν τυγχάνει ποτέ ολοκληρωτικού θαυμασμού ή κατηγορηματικής καταδίκης. Ολοι οι πρωταγωνιστές της ιταλικής πολιτικής ζωής έχουν θαυμαστές και εχθρούς ακόμη και μετά τον θάνατό τους. Αυτό ισχύει από τον Γκαριμπάλντι και τον Καβούρ έως τον Μουσολίνι, τον Κράξι, τον Αντρεότι και τον Μπερλουσκόνι. Για να μείνουμε στον τελευταίο, που είναι και το θέμα μας, μπορεί να έχει αποτύχει πολιτικά, να έχει γελοιοποιηθεί προσωπικά και, το κυριότερο, να έχει καταδικαστεί δικαστικά, αλλά εξακολουθεί να υποστηρίζεται από έναν αφύσικα μεγάλο αριθμό συμπατριωτών του. Και χρησιμοποιεί αυτή την υποστήριξη για να ασκεί στην κυβέρνηση έναν ωμό εκβιασμό: ή ψηφίζετε τον επόμενο μήνα υπέρ μου στη Γερουσία –οπότε εξακολουθώ να έχω πολιτική ασυλία –ή σας ρίχνω βυθίζοντας ολόκληρη την Ευρώπη σε μια νέα κρίση.

Μάταια προσπαθεί ο ίδιος ο ιταλός Πρωθυπουργός να πείσει τα στελέχη του κεντροδεξιού κόμματος του Μπερλουσκόνι ότι η σταθερότητα της χώρας έχει μεγαλύτερη σημασία από το μέλλον του 77χρονου αρχηγού τους. Κλεισμένος εδώ και μερικές εβδομάδες στην πολυτελή βίλα του κοντά στο Μιλάνο, ο τελευταίος εξακολουθεί να ελέγχει απολύτως το κόμμα του και να κρατά τη χώρα του όμηρο. Πώς το καταφέρνει; Σε ένα ενδιαφέρον σημείωμά του στο μπλογκ του «New York Review of Books» ο Τιμ Παρκς απαντά ότι πρέπει να υπάρχει κάτι στην ιταλική κουλτούρα που προδιαθέτει τους πολίτες να γοητεύονται, να πείθονται και, πάνω απ’ όλα, να τρομοκρατούνται. Να θεωρούν, με λίγα λόγια, την παρουσία του Μπερλουσκόνι αναπόφευκτη, είτε επειδή πιστεύουν τις υποσχέσεις του είτε επειδή θεωρούν ότι κατά βάθος η κάθαρση της πολιτικής ζωής είναι αδύνατη. Τα δίπολα καλό – κακό, ηθικό – ανήθικο, αποτελεσματικό – αναποτελεσματικό, με βάση τα οποία έχουμε μάθει να κρίνουμε τους πολιτικούς, υποχωρούν στην Ιταλία μπροστά στο πολύ γενικότερο δίπολο νικητής – χαμένος. Και ο Μπερλουσκόνι κατάφερνε πάντα να εμφανίζεται ως νικητής.

Υποφέραμε κι εμείς σε αυτόν τον τόπο από προσωπολατρίες και οικογενειοκρατίες, πιστέψαμε κι εμείς ότι είμαστε καταδικασμένοι να διαλέγουμε για πάντα ανάμεσα σε έναν Καραμανλή και σε έναν Παπανδρέου, αλλά στην πολιτική παράνοια των γειτόνων μας δεν φτάσαμε ποτέ. Ο καλύτερος πρωθυπουργός μετά τη Μεταπολίτευση –ο Κώστας Σημίτης –δεν ανήκε σε καμία μεγάλη οικογένεια. Και μαφιόζικους εκβιασμούς το πολιτικό μας σύστημα δεν αντιμετώπισε ποτέ.