Ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ, Θέμης Κοτσιφάκης, απαντώντας σε άρθρο του συντάκτη μας Ηλία Κανέλλη («ΤΑ ΝΕΑ», 19/8), με τις θέσεις και τα συμπεράσματα του οποίου διαφωνεί, εκθέτει τη δική του άποψη για το νέο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο. Δημοσιεύουμε τα κυριότερα σημεία του αντιλόγου του.

Η διατύπωση «οχυρωμένος πίσω από κεκτημένα», που επιλέγει ο Η. Κανέλλης, μόνο ως βάναυση προσβολή της αλήθειας και του κλάδου των εκπαιδευτικών μπορεί να εκληφθεί. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις, τέλη Αυγούστου, κανένας εκπαιδευτικός της Δευτεροβάθμιας δεν είναι βέβαιος ακόμα και για το πιο στοιχειώδες «κεκτημένο»: αν θα εξακολουθεί να εργάζεται από τον Σεπτέμβριο στον χώρο που επέλεξε, την εκπαίδευση. Πολύ περισσότερο, δεν γνωρίζει σε ποια πόλη, σε ποιο νομό ούτε καν σε ποια περιφέρεια της επικράτειας θα υποχρεωθεί να μετακινηθεί για να εργαστεί. Θύμα αυτής της πολιτικής, άλλωστε, είναι και ο ίδιος ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ, που τόσο αστόχαστα περιγράφεται ως «οχυρωμένος πίσω από κεκτημένα».

Το ίδιο συμβαίνει σχεδόν στο σύνολο του δημόσιου τομέα. Και αν ο αρθρογράφος αντικαθιστούσε τον όρο «κεκτημένα» με τον ορθότερο όρο «δικαιώματα», θα μπορούσε να δείξει παραστατικά στην κοινή γνώμη πόσα πραγματικά δικαιώματα των εργαζομένων στην εκπαίδευση –και όχι μόνο σε αυτή –καταπατώνται βάναυσα από την πολιτική των Μνημονίων.

Αντίστοιχα, θα μπορούσε ο κ. Κανέλλης να δείξει ποια από κάθε άποψη υπαρκτά και ουσιώδη δικαιώματα των πολιτών –κατ’ αυτόν, απλώς «κεκτημένα» –επίσης συρρικνώνονται κάτω από τον οδοστρωτήρα της πολιτικής αυτής. Τα δικαιώματα στην εργασία, στην αξιοπρεπή διαβίωση, στην ασφάλεια και στη σύνταξη καθημερινά αμφισβητούνται και υποβαθμίζονται. Το δικαίωμα στην υγεία δοκιμάζεται σκληρά από την κατάργηση δομών και υπηρεσιών σε όλη την επικράτεια. Το δικαίωμα σε μια ποιοτική εκπαίδευση χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς αφυδατώνεται διαρκώς με τις συνεχείς μειώσεις των πόρων για την εκπαίδευση –στην τελευταία θέση βρίσκεται η χώρα μας -, τις απανωτές καταργήσεις σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών υπηρεσιών και με τη συρρίκνωση της ουσιαστικής γνώσης σε αποσπασματική πληροφορία.

Τον ίδιο στόχο υπηρετεί και το νομοσχέδιο που κατατέθηκε για διαβούλευση πρόσφατα. Γιατί ο νομοθέτης όντως επιδιώκει το «φθηνότερο» σχολείο, όχι όμως το «καλύτερο και αποτελεσματικότερο». Γιατί αυξάνει τον αριθμό και τον βαθμό δυσκολίας των εξετάσεων στο Λύκειο, στέλνοντας τα παιδιά στο φροντιστήριο και τροφή στη μαθητική διαρροή. Γιατί, ναι, επικαλείται τις αδυναμίες του παλιού σχολείου, όχι όμως για να τις θεραπεύσει αλλά για να δικαιολογήσει το «λιγότερο δημόσιο σχολείο». Αλλωστε, με παρόμοια επιχειρήματα είδαμε πρόσφατα να αιτιολογείται η κατάργηση βασικών τομέων της επαγγελματικής εκπαίδευσης, που και μεγάλη ζήτηση είχαν και ζωτικής σημασίας για την ελληνική κοινωνία ήταν.

Αποτέλεσμα διαλόγου ήταν, λέει ο κ. Κανέλλης, το νομοσχέδιο. Διαλόγου, όχι βεβαίως με τους φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας. Γιατί τότε θα χρειαζόταν εξήγηση πώς συμβαίνει να μη βρίσκεται ούτε ένας φορέας της εκπαιδευτικής κοινότητας που να συμφωνεί έστω με τις γενικές αρχές του νομοσχεδίου που προέκυψε από τον διάλογο. Ισως να εννοεί αποτέλεσμα διαλόγου ανάμεσα στα κόμματα της σημερινής κυβέρνησης ή, καλύτερα, ανάμεσα στον υπουργό και τον υφυπουργό ή, ακριβέστερα, ανάμεσα στους εκπροσώπους της τρόικας (task force) στο υπουργείο και την πολιτική του ηγεσία.

Οσον αφορά το συμπέρασμα του συντάκτη, πως «αν μετά την ψήφισή του μέρος των μαθητών προσανατολιστεί προς την επαγγελματική και τεχνική εκπαίδευση, θα είναι επίτευγμα», αυτό διαψεύδεται και μόνο από το γεγονός ότι πρόσφατα (22/7/13) η κυβέρνηση κατάργησε τομείς και ειδικότητες της ΤΕΕ (υγείας – πρόνοιας, εφαρμοσμένων τεχνών και αισθητικής – κομμωτικής) στις οποίες σπούδαζε το 33% του μαθητικού δυναμικού της, θέτοντας σε διαθεσιμότητα – απόλυση 2.500 εκπαιδευτικούς. […]

Τέλος, επικρίνει ο κ. Κανέλλης την «κοινοτοπία της συνδικαλιστικής αργκό». Ας αναρωτηθεί πόσο κοινότοπο και πολυφορεμένο είναι το δημοσιογραφικό κλισέ που ο ίδιος επιχειρεί να προβάλει: ένα παρωχημένο συνδικαλιστικό κίνημα, οχυρωμένο στο βόλεμα και στην ακινησία, υπερασπίζεται, τάχα μου, τη στασιμότητα και αντιστέκεται στην «πρόοδο» και στον «εκσυγχρονισμό» που επιβάλλει η αδήριτη πραγματικότητα των Μνημονίων. Αυτό το κλισέ μπορεί για κάποιο διάστημα να είχε πέραση, αλλά σύντομα περιέπεσε σε αχρηστία. Ο κόσμος της εργασίας ξέρει πολύ καλά ποιοι είναι οι εχθροί της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και επιδιώκει και διεκδικεί την ανατροπή της πολιτικής της λιτότητας και των Μνημονίων.