Η ποιότητα του κρασιού ξεκινά από το αμπέλι, γεγονός που άρχισαν να συνειδητοποιούν πλέον οι έλληνες οινοποιοί, οι οποίοι αφού έμαθαν να φτιάχνουν καλά κρασιά άρχισαν πλέον να καλλιεργούν με περισσή φροντίδα τα κλήματά τους. «Δεν μπορείτε να φανταστείτε την ποιότητα των κρασιών που θα υπάρχουν έπειτα από πέντε χρόνια», λέει με ενθουσιασμό ο Γιώργος Παλυβός. Ο Στέλιος Κεχρής συμφωνεί μαζί του και συμπληρώνει: «Μπορούμε να προσφέρουμε κρασιά και τύπους κρασιών πολύ διαφορετικούς χάρη στα διαφορετικά μικροκλίματα, στα εδάφη και στις ποικιλίες που διαθέτουμε. Επιπλέον στην Ελλάδα έχουν εγκλιματιστεί πολλές ξένες ποικιλίες, οι οποίες σε συνδυασμό με τις ελληνικές δίνουν εξαιρετικά κρασιά. Αυτός ο πλούτος είναι το συγκριτικό μας πλεονέκτημα και πρέπει να το αξιοποιήσουμε. Σημασία τώρα έχει να γνωρίσουμε σε βάθος το ελληνικό αμπέλι».

Εξάλλου οι λάτρεις του κρασιού διεθνώς δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για άγνωστες τοπικές ποικιλίες. Το τάιμινγκ λοιπόν είναι πολύ καλό για την εξαγωγή των ελληνικών κρασιών. «Η κρίση κατά κάποιο τρόπο μάς έχει ευνοήσει, αφού αναγκαστήκαμε να στραφούμε στο εξωτερικό. Παράλληλα, το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται συνεχώς στην επικαιρότητα ωθεί τους ξένους να ενδιαφερθούν για τα ελληνικά κρασιά ακόμη και σε απίθανες αγορές, όπως της Ταϊλάνδης και της Ιρλανδίας», παραδέχεται ο Στέλιος Μπουτάρης.

Εκτός από το ασύρτικο, το αγιωργίτικο και το ξινόμαυρο που είναι τα δυνατά χαρτιά μας, οι έλληνες παραγωγοί δίνουν πάλι ζωή σε παλαιές και παρεξηγημένες ποικιλίες. Το βιδιανό έχει γίνει η σημαία του κρητικού αμπελώνα, όμως «σύντομα θα αρχίσουμε να ακούμε σπουδαία νέα από τη μαυροδάφνη στην Πάτρα, το μαυροτράγανο στη Σαντορίνη και στην Τήνο, το σαββατιανό στην Αττική, τον αυγουστιάτη και τον φωκιανό στην Ικαρία», τονίζει ο Πάνος Ζουμπούλης.