Η ζωή και η λογοτεχνική παρακαταθήκη του Ρομπέρτο Μπολάνιο (1953-2003) είναι πια γνωστές σε αμέτρητους αναγνώστες του παγκόσμιου χωριού. Σήμερα το φάντασμα του Χιλιανού πλανιέται πάνω από τη Γη, αλλά ο ίδιος δεν έζησε αρκετά για να δει τα έργα του να διαδίδονται θεαματικά. Μάλιστα, έζησε έναν σύντομο βίο γεμάτο ταλαιπωρίες. Γεννήθηκε στο Σαντιάγο της Χιλής, δεν ολοκλήρωσε τη μέση εκπαίδευση και πέρασε τα χρόνια της προσωπικής του διαμόρφωσης σε κύκλους αριστεριστών ποιητών στην Πόλη του Μεξικού. Το 1978 πήγε στην Ισπανία, το 1981 εγκαταστάθηκε στην παραθαλάσσια καταλανική κωμόπολη Μπλάνες και στη συνέχεια εργάστηκε για αρκετές τουριστικές σεζόν ως λαντζέρης, νυχτοφύλακας, αχθοφόρος, σκουπιδιάρης. Το 1993 –με την έκδοση της νουβέλας του «Παγοδρόμιο» –εμφανίστηκε επισήμως στην ισπανόφωνη σκηνή, το 1998 κέρδισε το σημαντικό Βραβείο Ρόμουλο Γκαγέγκος για το μυθιστόρημα «Οι άγριοι ντετέκτιβ» και το 2003 πέθανε από ηπατική ανεπάρκεια.

Τον επόμενο χρόνο, το 2004, εκδόθηκε στην Ισπανία το ημιτελές έπος του «2666» και ο πλανήτης μπήκε σε περίοδο παροξυσμού. Εως το 2012 ανατυπώθηκαν λοιπόν όλα τα ολοκληρωμένα βιβλία του συγγραφέα, βγήκαν στην ισπανόφωνη αγορά πεζά που βρέθηκαν στα κατάλοιπά του και μεταφράστηκαν στις ΗΠΑ περισσότερα από 15 βιβλία με την υπογραφή του. Επίσης, το ίδιο διάστημα οι γνωστότεροι κριτικοί δεν σταμάτησαν να γράφουν διθυράμβους για τον χιλιανό δημιουργό· δεν έπαψαν να τον αποκαλούν Μπόρχες της μυθιστοριογραφίας, ανανεωτή της λογοτεχνίας, κομβική φυσιογνωμία του 21ου αιώνα.

Το «Τρίτο Ράιχ» ανήκει πάντως στα έργα που βρέθηκαν στο αρχείο του Μπολάνιο –γράφτηκε το 1989 και πρωτοεκδόθηκε στην Ισπανία το 2010. Ο τίτλος του βιβλίου οφείλεται στο παιχνίδι στρατηγικής Rise and Decline of the Third Reich, το οποίο βγήκε στην αγορά το 1974 από την εταιρεία Avalon Hill. Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο 25χρονος Ούντο Μπέργκερ, ο οποίος τυγχάνει πρωταθλητής Γερμανίας στο συγκεκριμένο επιτραπέζιο. Η υπόθεση ξετυλίγεται με πολύ σασπένς στα τουριστικά στέκια της παραθαλάσσιας Καταλωνίας, μάλλον το καλοκαίρι του 1988. Γύρω από τον κολλημένο νεαρό παίκτη περιστρέφονται μόνο τρεις όμορφες Γερμανίδες, ένας άξεστος Γερμανός και τρεις μυστήριοι ντόπιοι –το Αρνί, ο Λύκος και ο Καμένος. Το «Τρίτο Ράιχ» είναι λοιπόν ένα μυθιστόρημα που δεν έχει την περιπλοκότητα και την επιβλητικότητα των «Αγριων ντετέκτιβ» και του «2666», είναι ένα πεζό που στη σύνοψή του δείχνει πρόσφορο για να αντιγραφεί από μιμητές. Η πραγματικότητα είναι ωστόσο αρκετά διαφορετική.

Κατ’ αρχάς, το «Τρίτο Ράιχ» είναι κείμενο ατμοσφαιρικό, κρυπτικό, αλληγορικό και ταυτοχρόνως τρομερά πειστικό. Με τις περιγραφές μιας αλλοτινής Κόστα Μπράβα νομίζεις ότι επιστρέφεις στη Σκιάθο ή στη Ρόδο της δεκαετίας του 1980. Με τους διαλόγους των Γερμανών βλέπεις μπροστά σου πολύ γνώριμους ανθρώπους, άτομα που περνούν μέσα σε δευτερόλεπτα από πολύ ανόμοια στάδια –αποστασιοποίηση, προσήνεια, φιληδονία, γενναιοδωρία, περιφρόνηση, επιθετικότητα, βαναυσότητα. Με τις ακραίες εκδηλώσεις των αποχαλινωμένων ντόπιων –τις υποκρισίες, τις ψευτιές, τις μαγκιές, τις βιαιότητες, τις δουλικότητές τους –θυμάσαι ότι ο τουρισμός είναι μια υπόθεση που μετατρέπει προσωρινά ορισμένους ανθρώπους σε σπαστικούς σκλάβους και κάποιους άλλους σε αλαζονικούς αποίκους. Με το σταδιακό ξετύλιγμα μιας τρομερής παρτίδας του Τρίτου Ράιχ ανάμεσα στον Μπέργκερ και στον Καμένο κατανοείς επαρκώς τους κανόνες αυτού του περίπλοκου παιχνιδιού.

Από την άλλη, και στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα διακρίνονται μπόλικες εμμονές του Μπολάνιο, από αυτές που στηλιτεύονται στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Ο ήρωας είναι πάλι συγγραφέας –σύντομα μαθαίνουμε ότι ο μανιακός παίκτης Μπέργκερ φιλοδοξεί να γράψει πεζογραφήματα. Ο αφηγητής είναι πάλι αναξιόπιστος. Τα όνειρα, οι ψίθυροι, τα προαισθήματα δεσπόζουν ξανά σε κάθε κρίσιμη καμπή της αφήγησης. Η σαρκική απόλαυση παρουσιάζεται πάλι συνδεδεμένη με τον κίνδυνο, τη βία, τον φόνο. Οι παράδοξα τοποθετημένοι καθρέφτες και τα κρυφά δωμάτια έχουν πάλι βαρύτατα συμβολικά φορτία.

Ενα συντριπτικό όραμα

Τελικά, ακόμη και στο ξεθαμμένο «Τρίτο Ράιχ» φαίνεται ποιος ήταν ο Μπολάνιο. Αγαπούσε τις στιγμές ερωτικής αγωνίας, τις αδιόρατες λεπτομέρειες, τις φευγαλέες εντυπώσεις, τις κρυμμένες δομές. Εψαχνε για τη φρίκη που κρύβεται στις φαινομενικά ειδυλλιακές καταστάσεις. Πίστευε ότι μόνο τα έντεχνα γραπτά απεικονίζουν τον εφιάλτη που αποκαλούμε πραγματικότητα και ότι μόνο αυτά αποθηκεύουν τα μικροπράγματα που πρέπει να διατηρούνται στον χρόνο. Ενιωθε απέχθεια για την Ακροδεξιά. Θεωρούσε τον ναζισμό έκφραση του απόλυτου κακού. Αντιλαμβανόταν τα χρόνια της νεωτερικότητας ως αναγκαίως βίαια και αιματηρά. Φοβόταν ότι η τέχνη χρησιμοποιείται από την πλειονότητα των ανθρώπων ως αναισθητικό ή ως μέσο για φυγή μακριά από τις ευθύνες. Μισούσε την καθιερωμένη κουλτούρα διότι την όριζε ως εξουσιαστική δομή που οδηγεί κάποιους λίγους στο παραλήρημα μεγαλείου και πολλούς άλλους στην υποδούλωση. Ολες, εξάλλου, τις ιδέες του τις διαχειριζόταν με μια πρόζα ελκυστική, άμεση, κοφτή, αποσπασματική, ειρωνική, η οποία φέρνει στο μυαλό τις πιο καλές στιγμές του παραγκωνισμένου πια αργεντινού πεζογράφου Χούλιο Κορτάσαρ (1914-1984). Με δυο λόγια, ο Μπολάνιο κατεχόταν από ένα συντριπτικό όραμα και από πολύ νωρίς διέθετε τα εκφραστικά μέσα για να το διατυπώνει.

Το «Τρίτο Ράιχ» παρουσιάζει βεβαίως προβληματάκια στα εκφραστικά μέσα: έχει τμήματα που δείχνουν χτισμένα με απροσεξία. Ειδικότερα, σε κάποια κομμάτια ο αφηγητής Ούντο Μπέργκερ δεν εναρμονίζει στο ημερολόγιό του τους χρόνους των ρημάτων και σε άλλα μάς μιλάει ξανά με πανομοιότυπα λόγια για εμπεδωμένες σκηνές. Στη δεδομένη περίπτωση, όμως, εφόσον ο Μπολάνιο είχε το «Τρίτο Ράιχ» στο συρτάρι για 14 χρόνια, ποιος πρέπει να κατηγορηθεί για τις όποιες αδυναμίες του κειμένου;