Οταν ο Αντριου Ο’Χέιγκαν ήταν 18 χρονών, ταξίδεψε για πρώτη φορά μόνος από την πατρίδα του τη Σκωτία στην Αμερική. Είχε βέβαια ήδη επισκεφθεί τη χώρα μέσα από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο και μικρότερος είχε μελετήσει τις γραφές του συμπατριώτη του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον για τη Νέα Υόρκη: «Δεν πρέπει να μιλάς σε κανέναν στον δρόμο», τον είχαν συμβουλεύσει, «γιατί δεν θα σε αφήσουν ώσπου να σε κλέψουν και να σε χτυπήσουν». Αλλά η πόλη υποδέχθηκε τον Ο’Χέιγκαν σαν παλιά φίλη. Εφθασε, βγήκε για ένα ποτό και αμέσως ένιωσε πως ήταν στον παράδεισο.

Σήμερα, στα 45 του, ο σκωτσέζος συγγραφέας είναι κατηγορηματικός: αν κυβερνούσε τον πλανήτη, θα έστελνε όλους τους ανθρώπους για 15 ημέρες διακοπές μόνους τους. Να απολαύσουν τις ομορφιές του κόσμου όπως πρέπει να απολαμβάνονται: μέσα από ένα ζευγάρι μάτια, ένα ζευγάρι αυτιά, με την τέλεια χρήση όλων των αισθήσεων. Να περάσουν το τελευταίο μεγάλο τεστ του ποιοι είναι σε έναν κόσμο όπου όλοι μοχθούν να είναι το ίδιο. Οι διακοπές, επιμένει ο Αντριου Ο’Χέιγκαν, είναι πάντα ένα ταξίδι για το εγώ κάποιου. Μόνο που στις οικογένειες, αυτός που πραγματικά είναι επικεφαλής πρέπει να καμώνεται πως διοικεί μια λειτουργική δημοκρατία. Οι άνθρωποι καβγαδίζουν τόσο πολύ στις διακοπές γιατί το αποτέλεσμα είναι πολύ συχνά κατώτερο της επιθυμίας για ανάπαυση, γαλήνη, καμία πίεση και την αίσθηση ότι βρίσκονται μακριά από τον συνήθη εαυτό τους.

«Δείξε μου τον κόσμο», του λένε όσοι αγαπούν τις ομαδικές διακοπές. «Και δείξε μου δύο εβδομάδες κατά τις οποίες δεν θα πρέπει να σκέφτομαι». Το κατανοεί. Αλλά δεν είναι για εκείνον. Εκείνος θέλει την ελευθερία να αποφασίσει μόνος σε ποια εικόνα θέλει τον εαυτό του: γιόγκα στην Αμοργό μπροστά στη θάλασσα ή ποδήλατο στη γαλλική επαρχία; Εκείνος θέλει να σκέφτεται καινούργια πράγματα στις διακοπές του, να επιτρέπει στον εαυτό του λίγο χώρο –όμορφο χώρο. Να ξυπνάει όποτε θέλει. Να παρακάμπτει όσα μουσεία θέλει. Να τρώει ή να μην τρώει. Να χορεύει ή να μη χορεύει. Να γράφει μια παράγραφο αν πρέπει. Να γνωρίζει καινούργιο κόσμο αν θέλει. Να μη λέει τίποτα για ημέρες και να ονειρεύεται το σπίτι του. Να είναι μόνος αλλά να μη νιώθει ίχνος μοναξιάς. Να βλέπει όλο τον κόσμο σαν δικό του. Είναι νάρκισσοι οι συγγραφείς, το παραδέχεται. Εις το επανιδείν.