Γεννήθηκε στην Εδεσσα. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο οποίο έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτορας. Σήμερα είναι ένας από τους σημαντικότερους επιστήμονες στον κόσμο στον τομέα της γενετικής. Καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας του Πανεπιστημίου McGill στο Μόντρεαλ του Καναδά και διευθυντής σύνταξης σε μία από τις μεγαλύτερες επιστημονικές επιθεωρήσεις, την «Journal of Medical Genetics».

Από τα φοιτητικά του χρόνια τον συνάρπαζε η ιδέα να ανακαλύψει κάτι καινούργιο που θα έσωζε ανθρώπινες ζωές. «Την εποχή εκείνη είχαν ξεκινήσει στο εξωτερικό οι πρώτες μεταμοσχεύσεις καρδιάς και στην Ελλάδα γίνονταν τα πρώτα δειλά βήματα στις μεταμοσχεύσεις νεφρών. Οι επιστημονικές εξελίξεις με έκαναν να πιστέψω ότι οι μεταμοσχεύσεις θα μπορούσαν στο μέλλον να αντιμετωπίσουν κάθε πρόβλημα υγείας. Και ότι ένα σημαντικό μέρος αυτής της επέμβασης, η αντιμετώπιση του προβλήματος της απόρριψης μοσχεύματος, θα ήταν κάτι που θα απασχολούσε αρκετά ασθενείς και επιστήμονες. Αρα, σκέφτηκα, η ανοσολογία θα μπορούσε να είναι η ειδικότητα του μέλλοντος», λέει στα «ΝΕΑ».

ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΑ. Η ανοσολογία ως κλινική ειδικότητα δεν υπήρχε το 1970 στην Ελλάδα. Ετσι σκέφτηκε να ακολουθήσει μία παρεμφερή ειδικότητα, τη γενετική. Ως εκκολαπτόμενος επιστήμονας στα 23 του χρόνια, βιάστηκε να συμπεράνει ότι η δυνατότητα να μελετούμε και, ακόμα περισσότερο, να επηρεάζουμε μεμονωμένα ανθρώπινα γονίδια δεν θα ήταν εφικτή κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Ετσι άρχισε να σκέφτεται τις σπουδές εκτός Ελλάδας. Δεν ήταν όμως σίγουρος για την απόφασή του. Αυτό που του έδωσε περαιτέρω ώθηση για να πάρει τη σωστή απόφαση ήταν η προοπτική της στράτευσης στο καθεστώς της δικτατορίας.

Αναβολή για απόκτηση ιατρικής ειδικότητας δεν ήταν εύκολο να πάρει. Επιπλέον, δεν μπορούσε να δουλέψει στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, διότι το διαβατήριό του είχε δεσμευτεί. Η μόνη χώρα που τον δέχθηκε σε πανεπιστημιακή κλινική ήταν ο Καναδάς.

«Πήγα λοιπόν με μόνη γνώση για τη χώρα αυτήν ένα άρθρο που είχα διαβάσει στην εγκυκλοπαίδεια. Εφυγα με σκοπό να μην επιστρέψω στην Ελλάδα ούτε σαν τουρίστας, ξέροντας ότι θα κηρυχθώ ανυπότακτος». Με τη Μεταπολίτευση όμως, δόθηκε στρατευτική αμνηστία στους κατοίκους εξωτερικού, και έτσι «εξαγόρασα την θητεία μου στέλνοντας το σεβαστό για την εποχή ποσό των 30.000 δραχμών».

Ετσι, από την Ελλάδα της χούντας βρέθηκε σε ένα πολυπολιστισμικό περιβάλλον και μάλιστα χάρη στα εκπαιδευτικά «όπλα» που είχε, δεν αντιμετώπισε καμία δυσκολία. «Η μητέρα μου, με τη διαισθητική της διορατικότητα, είχε αποφασίσει ότι τα αγγλικά θα ήταν απαραίτητα στο μέλλον μου.Ο πατέρας μου, που είχε κάνει την ειδικότητά του, ακτινολογία, στο Παρίσι, θα προτιμούσε τα γαλλικά και έτσι, φθάνοντας στον Καναδά, ήξερα και τις δύο γλώσσες στις οποίες θα ασκούσα την Ιατρική», λέει ο κ. Πολυχρονάκος.

Ξεκίνησε να εργάζεται σε νοσοκομείο του Καναδά. Μέσα στην καθημερινότητα της άσκησης για ειδικότητα, η ανοσολογία και η γενετική ξεχάστηκαν και αποφάσισε να γίνει ενδοκρινολόγος. «Ξαναβρήκα όμως μπροστά μου και τις δύο ειδικότητες όταν έβαλα στο κέντρο της ερευνητικής μου δραστηριότητας τον διαβήτη τύπου 1, μία αυτοάνοση ασθένεια με γενετική προδιάθεση, στην οποία στενοί συγγενείς αρρώστων έχουν 15 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να την εκδηλώσουν σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό». Τα ερεθίσματα που δέχθηκε τον ώθησαν να καταλήξει στην παιδιατρική ενδοκρινολογία με εξειδίκευση στον διαβήτη τύπου 1.

Στο ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται οι δημοσιεύσεις 111 πρωτότυπων εργασιών σε αναγνωρισμένα διεθνή επιστημονικά περιοδικά, 27 ανασκοπήσεις, μονογραφίες, σχολιασμοί και κεφάλαια βιβλίων, συμμετοχή με ανακοινώσεις σε 83 διεθνή συνέδρια. Παράλληλα, έχει κατοχυρώσει πατέντα για την εξέταση «γενετική δοκιμασία πρόβλεψης αυτοάνοσου διαβήτη».

Η έρευνά του είναι φυσικά πολυεθνική και μέσα σε αυτήν περιλαμβάνονται και αρκετές συνεργασίες με την Ελλάδα. «Πρόσφατα δημοσιεύσαμε μία μελέτη σε συνεργασία με την ομάδα του πρώην συμφοιτητή μου, ενδοκρινολόγου Γιάννη Γιώβου από το Αριστοτέλειο. Συμμετέχω σε έρευνες για τον διαβήτη τύπου 2 στον ελληνικό πληθυσμό, χρηματοδοτημένες από το πρόγραμμα Θαλής, που διευθύνει η συνάδελφος Περιστέρα Πάσχου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο. Ακόμα πιο σημαντικό ίσως, Ελληνες είναι ανάμεσα στους πιο επιτυχημένους μεταπτυχιακούς που έχω εκπαιδεύσει. Ο Νίκος Γιαννουκάκης, που είναι σήμερα καθηγητής στο Πίστμπουργκ, ο Πέτρος Βαφειάδης που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανακάλυψη για τον θύμο αδένα και η Αγγελική Μακρή που συνέβαλε αποφασιστικά στην τελευταία μας δημοσίευση στο «Nature Communications» για την οποία έγραψε και η εφημερίδα σας πρόσφατα», εξηγεί.

Το όνειρό του σήμερα είναι η ανακάλυψη μίας μεθόδου για την πρόληψη και τη ριζική θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 1. «Η ιδανική παρέμβαση θα ήταν να στοχοποιήσουμε τους υποδοχείς εξειδικευμένους στην ινσουλίνη, αφήνοντας το υπόλοιπο ανοσοποιητικό άθικτο. Εκεί επικεντρώνονται τώρα οι προσπάθειες της ερευνητικής μου ομάδας», λέει.

ΕΚΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. Στην Ελλάδα δεν σκέφτεται να γυρίσει. «Την πρώτη μου χρονιά στον Καναδά, έλληνας συνάδελφος μου είπε: «Εκανες το τόλμημα να βγεις από την Ελλάδα και τώρα δεν θα αισθανθείς ικανοποίηση ποτέ. Εάν γυρίσεις θα βρεις μία πραγματικότητα που θα σε κάνει να μετανιώσεις που γύρισες. Εάν παραμείνεις εδώ θα σε βασανίζει πάντα η ιδέα μιας καλύτερης ζωής πίσω στην πατρίδα». Την Ελλάδα την αγαπώ. Αλλά ξέρω ότι την ικανοποίηση που έχω αυτή τη στιγμή από τη ζωή μου δεν θα μπορούσα να την αποκτήσω εάν είχα παραμείνει σε ελληνικά εδάφη».

Η σύζυγός του, η Ιωάννα, είναι Ελληνίδα και οι κόρες μου Ελένη (δημοσιογράφος) και Καλλιόπη (κοινωνική λειτουργός) μιλούν και γράφουν άπταιστα ελληνικά.Την Ελλάδα επισκέπτεται λιγότερο συχνά από τότε που έχασε τη μητέρα του. «Δεν λέω ποτέ όχι, όμως, όταν με προσκαλούν για ομιλία σε συνέδριο ή συμμετοχή σε επιτροπές αξιολόγησης πανεπιστημιακών τομέων ή προτάσεων για ερευνητικά προγράμματα».

Είπε

Η ανακάλυψη των γονιδίων μιας νόσου δεν είναι πανάκεια, αλλάτο πρώτο βήμα για να διανύσεις έναν μεγάλο δρόμο

Είπανγι’ αυτόν

Η ανακάλυψή του ξεκαθαρίζει ότι ο νεανικός διαβήτης εξαρτάται απότα γονίδια και το περιβάλλον και πωςοι καλύτερες ηλικίες για διάγνωση είναι μεταξύ 10 και 14 ετών

Ο βρετανός καθηγητής ΔιαβητολογίαςΙαν Φρέιμστην εφημερίδα «Γκάρντιαν»